Θεσσαλονίκη 1839-1912: Μια μητρόπολη την εποχή των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων


Azınlıkça
Τεύχος 42
Δεκέμβριος 2008
Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης
Επίκουρος καθηγητής, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
kt@uom.gr

ΣΕ PDF ΜΟΡΦΗ ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ

Για τα Θεσσαλονίκη έχουν γραφτεί και δημοσιευτεί πολλά βιβλία, μελέτες, άρθρα και λευκώματα, όμως συνήθως κάτι λείπει από την διαχρονική της εικόνα. Κυρίως όσον αφορά το παρελθόν της σημερινής τσιμεντούπολης. Τα ίχνη ενός παρελθόντος, μνημεία ή τοπωνύμια, που συναντά κανείς ακόμα και σήμερα διάσπαρτα στους δρόμους ή τις αφηγήσεις, και τα οποία παραπέμπουν σε μακρινές ή κοντινές εποχές, παραμένουν ασύνδετα και άγνωστα. Συχνά σύγχρονες νοηματοδοτήσεις τα βγάζουν από τα αρχικά τους συμφραζόμενα και τα τοποθετούν σε οικείους για εμάς προκαθορισμένους εθνικά τόπους. Πόσοι όμως κάτοικοι ή επισκέπτες δεν έχουν στην άκρη του μυαλού τους ότι σ’ αυτή την πόλη κάτι διαφορικό συνέβαινε πριν από έναν αιώνα; Το πότε, από ποιους, με ποιους, που και γιατί, παραμένουν άγνωστα, αν και κανείς διαισθάνεται ότι βρίσκονται εκεί, κάπου αδιευκρίνιστα «εκεί». Έτσι, εύστοχα ονόμασε και ο Μαρκ Μαζάουερ την Θεσσαλονίκη «πόλη των φαντασμάτων», όλων εκείνων των κτιρίων και ανθρώπων που αν και πέρασαν ή χάθηκαν, παραμένουν αόρατοι, σαν να κινούνται κάπου κοντά μας. Αρκεί να θέλει κανείς να τους δει. Το βιβλίο της Μερόπης Αναστασιάδου κυκλοφόρησε πρόσφατα (εκδ. βιβιλιοπωλείον της Εστίας, 2008, σελ. 656) συνιστά το εφόδιο που μας διευκολύνει να δούμε την Θεσσαλονίκη, όχι του μακρινού παρελθόντος, αλλά εκείνου που βρίσκεται λίγο πριν από την έναρξη της νέας εποχής της πόλης, μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και την παγίωση των βόρειων συνόρων του ελληνικού κράτους. Το βιβλίο αναφέρεται στην τελευταία περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας, την τόσο ενδιαφέρουσα και δυναμική, η οποία αποτέλεσε το κέντρο των εξελίξεων και άνοιξε για την πόλη το σύγχρονη κεφάλαιο στην μακραίωνη ιστορία της.
Η οθωμανική Θεσσαλονίκη, λοιπόν, παρόλο τον σημαντικό της ρόλο και τον πλούτο της ιστορίας της, συνεχίζει να αποτελεί ένα άγνωστο κεφάλαιο στην γνώση που έχουμε για το παρελθόν του τόπου και των ανθρώπων της. Ιδεολογικές προτεραιότητες, αποσιωπήσεις, επιλεκτικές αναπαραστάσεις της σύγχρονης εθνοκεντρικής ιστοριογραφίας αφήνουν στην σκιά την περίοδο αυτή. Και όμως, η περίοδος του τανζιμάτ και αργότερα το κίνημα των Νεότουρκων, δημιούργησαν συγκρούσεις και γέννησαν ιδέες, έδωσαν ώθηση στην ιστορία με γοργούς ρυθμούς, συχνά με βία και πόλεμο. Η Θεσσαλονίκη είχε σε όλα αυτά πρωτεύουσα θέση. Κυρίως για τις συνθήκες στις οποίες δημιουργήθηκε και απέτυχε ο οθωμανικός συνταγματισμός, εν μέσω της συνύπαρξης και της αντιπαράθεσης των εθνοθρησκευτικών ομάδων, των μιλλέτ που στο εκρηκτικό μίγμα του 19ου αιώνα και κυρίως των αρχών του 20ού οδήγησε στην εδραίωση των εθνικών ιδεολογιών, και το ένοπλο κυνήγι συνειδήσεων και καθαρών εθνικών συνόρων.
Όπως γράφει και η συγγραφέας, «το πολυπολιτισμικό χαρμάνι που συνθέτει τον πληθυσμό της πόλης συμπυκνώνει ένα από τα κύρια γνωρίσματα του αυτοκρατορικού οικοδομήματος: την συνύπαρξη στον ίδιο χώρο ανθρώπων διαφόρων γλωσσών, θρησκειών, παραδόσεων, εθίμων και ηθών. Αν και συνοδεύτηκε από πάμπολλες διακοινοτικές ρήξεις, κρίσεις και εντάσεις, η συνύπαρξη αυτή κουβαλούσε ταυτόχρονα κι ένα σωρό κοινά βιώματα, διασταυρούμενες λατρευτικές πρακτικές αλλά και ασήμαντες στιγμές μιας μοιρασμένης καθημερινότητας». Η πολυπολιτισμικότητα λοιπόν της οθωμανικής Θεσσαλονίκης, ήταν μια καθημερινή πραγματικότητα επάλληλων, συχνά συγκρουόμενων κύκλων με εθνο-θρησκευτικά κέντρα: Τον πολυπληθέστερο ισπανόφωνο (ή ιταλόφωνο) εβραϊκό πληθυσμό, τους τουρκόφωνους και αλβανόφωνους μουσουλμάνους, σουνίτες ή μπεκτασήδες, μεβλεβί ή χαλβετί, τους ελληνόφωνους, σλαβόφωνους, αλβανόφωνους και βλαχόφωνους ορθόδοξους, αλλά και τους σλαβόφωνους εξαρχικούς, τους Αρμένιους ή τους καθολικούς. Όμως η συνύπαρξη και η καθημερινότητα δημιουργούσε και οριζόντιες, διαθρησκευτικές και δια-εθνοτικές συνυπάρξεις και αξιώσεις. Ο εξισωτικός συνταγματισμός, η συσσώρευση κεφαλαίου και το εργατικό κίνημα αποτελούν ίσως τους βασικούς άξονες διαμόρφωσης πρόσκαιρων κοινωνικών σχηματισμών εκτός των στεγανών μιλλέτ. Από την άλλη πλευρά, η αναγωγή της πολυπολιτισμικότητας, όπως την εννοούμε σήμερα, στην οθωμανική μιλλετιστική συγκρότηση αποτελεί εν πολλοίς αναχρονισμό, καθώς αγνοεί τον κοινοτιστικό χαρακτήρα της κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης και της ελεγχόμενης πολιτικά οσμωτικής διαδικασίας, σε ένα τελείως διαφορετικό θεσμικό περιβάλλον.
Η μετά των βαλκανικών Πολέμων εποχή, ωστόσο, έσβησε σε μεγάλο βαθμό την κληρονομιά και μνήμη της οθωμανικής Θεσσαλονίκης, καθώς εθνικοποίησε χώρο και ανθρώπους με μονοσήμαντα κριτήρια. Ποιος γνωρίζει ότι για αιώνες οι Εβραίοι και λιγότερο οι Ελληνο-ορθόδοξοι ήταν η κινητήρια μηχανή, οικονομίας και πολιτισμού, της Θεσσαλονίκης, ότι το πρώτο πανεπιστήμιο της πόλης ήταν η οθωμανική νομική σχολή που στεγάζονταν στο σημερινό Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης (δηλαδή το οθωμανικό Κονάκι) ή ότι το σημερινό Γ’ Σώμα Στρατού ήταν το στρατηγείο του Γ’ Σώματος του οθωμανικού Στρατού (τι σύμπτωση κι αυτή!). Ποιος θυμάται ότι το εργατικό κίνημα της Φεντερασιόν του Μπεναρόγια, των Εβραίων, Βουλγάρων, Ελλήνων και Τούρκων σοσιαλιστών είναι συνδεδεμένο με τις ελευθερίες που έφερε το νεοτουρκικό κίνημα, ή ότι η πόλη ακόμα και μετά το 1912 είχε εκλεγμένο Τούρκο θεσσαλονικιό δήμαρχο επί σειρά ετών;
Η Μερόπη Αναστασιάδου, αναφέρεται, όπως και το βιβλίο του Μαρκ Μαζάουερ, στην κοινωνική, καθημερινή ιστορία, τεμνόμενη ή αυτόνομη των εθνοθρησκευτικών ομάδων της πόλης και τις τομές που επέφεραν τα σημαντικά πολιτικά γεγονότα. Η Αναστασιάδου, ωστόσο, εστιάζει σε μια πιο περιορισμένη χρονικά περίοδο, την εποχή δηλαδή που η οθωμανική Θεσσαλονίκη συνυπάρχει με το αναπτυσσόμενο ελληνικό κράτος. Η συγγραφέας εξετάζει από πιο κοντά μια συντομότερη περίοδο συχνά με την ακρίβεια, αλλά όχι την αυστηρότητα, που απαιτεί η συγγραφή μιας διδακτορικής διατριβής.
Το βιβλίο, πέρα από τον πλούτο γνώσης, συμβάλει στην απομυθοποίηση της ιδεολογικής φυσικοποίησης της πληθυσμιακής ομοιογένειας της Θεσσαλονίκης, όπως την έχει επιβάλει η επίσημη ελληνική αφήγηση εδώ και αρκετές δεκαετίες. Η ανταλλαγή πληθυσμών με την αναγκαστική αναχώρηση των μουσουλμάνων το 1924 και η εξόντωση του εβραϊκού πληθυσμού της από τους ναζί κατά την κατοχή, βοήθησαν στην λήθη των σημερινών κατοίκων της. Σήμερα, η Θεσσαλονίκη έχει ήδη αναδιαταχθεί, καθώς νέοι κάτοικοι προστέθηκαν στους παλαιούς, στους απόγονους εκείνων που κάποτε ήταν «νέοι». Νέες γλώσσες και πολιτισμοί αναπαράγονται στους δρόμους και τα πάρκα της, καθώς νέες δυναμικές αναπτύσσονται στην «παγκοσμιοποιημένη» βαλκανική γειτονιά μας. Έτσι, η μελέτη του οθωμανικού παρελθόντος της Θεσσαλονίκης αν μη τι άλλο είναι επίκαιρη για την κατανόηση του παρόντος και την ανίχνευση του μέλλοντος της ευρύτερης ελληνικής κοινωνίας.

0 yorum: