Βακουφικές περιπέτειες

Αζινλίκτσα

Τεύχος:34
Φεβρουάριος 08
Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης
Επίκουρος Καθηγητής,
Πανεπιστήμιο Μακεδονίας


Το κείμενο βασίζεται σε κείμενο που δημοσίευσε η Ελευθεροτυπία, «Ο Ιός», 5.1.2008

Βακουφικές περιπέτειες
Ήδη εδώ και αρκετές εβδομάδες η βακουφολογία δίνει και παίρνει, όχι αδικαιολόγητα, καθώς σε συνδυασμό με την μη εφαρμογή του ισχύοντος νόμου και τις κυβερνητικές εξαγγελίες, κατατέθηκε στην αρμόδια επιτροπή της βουλής ειδικό σχέδιο νόμου. Πριν προχωρήσουμε σε μία παρουσίαση των προβλημάτων και των προοπτικών, απαραίτητες είναι ορισμένες διευκρινίσεις για τα ίδια τα βακούφια. Τα βακούφια είναι κοινωφελή ιδρύματα τα οποία ως θεσμός κατάγονται από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αποτελούσαν γρανάζια των αυτοοργανωτικών κοινοτικών δομών των μουσουλμάνων, χριστιανών και εβραίων. Το βακούφι ως ίδρυμα υπάρχει χάρη στη βούληση του αρχικού ιδρυτή και των τυχόν μεταγενέστερων δωρητών. Για παράδειγμα ένα τζαμί ή ένα σχολείο αποτελεί το κύριο βακούφι το οποίο μπορεί να αποκτήσει ακίνητη περιουσία από δωρεές μελών της κοινότητας. Ο δωρητής ορίζει τον σκοπό της δωρεάς ενός διαμερίσματος ή ενός οικοπέδου και των συναφών εσόδων της, υπέρ κοινωφελούς, θρησκευτικού, εκπαιδευτικού ή φιλανθρωπικού σκοπού για παράδειγμα. Τα βακούφια διατηρήθηκαν ως θεσμός του ελληνικού δικαίου ειδικά για τους μουσουλμάνους σε τρεις φάσεις το 1881, το 1913 και το 1923. Σήμερα, τα μουσουλμανικά βακούφια της Ελλάδας βρίσκονται συγκεντρωμένα στην Θράκη (και σε μικρότερη έκταση στην Ρόδο και Κω, ή αλλού) και διέπονται από ειδικό νομικό καθεστώς το οποίο αποτελεί τμήμα της ευρύτερης μειονοτικής προστασίας και που αφορά μόνο την Θράκη. Η προβληματική ανάδειξη των Διαχειριστικών Επιτροπών, η κακή διαχείριση και η αδιαφάνεια είχαν αποτέλεσμα τον εγκλωβισμό του ζητήματος σε διαδρόμους μυστικοπάθειας και πολιτικού αυτισμού. Αποτέλεσμα, να μην είναι γνωστή η περιουσία των βακουφίων, ούτε ο ακριβής αριθμός τους. Θα έλεγε κανείς ότι κύρια βακούφια είναι όλα τα τζαμιά, μετζίτια, τεκέδες, σχολεία και ιεροσπουδαστήρια της μειονότητας, ενώ άγνωστο είναι το μέγεθος της ακίνητης περιουσίας που τυχόν ανήκει στο καθένα. Πρόσφατα μόνον η Διαχειριστική Επιτροπή Μουσουλμανικής Περιουσίας Κομοτηνής δημοσίευσε τον προϋπολογισμό της ύψους 740.000 ευρώ. Στην Ξάνθη θεωρείται σαφώς μικρότερη περιουσία, και ακόμα μικρότερη στον Έβρο, όπως και στα επί μέρους μειονοτικά χωριά και των τριών νομών. Κύρια κοινωνική λειτουργία των βακουφίων σήμερα είναι η συντήρηση της κτιριακή υποδομής τους, αλλά και η κάλυψη λειτουργικών εξόδων τους, όπως μισθοί, τηλέφωνα κλπ. Νομικά είναι ασαφές ποιος είναι ο δικαιούχος των εσόδων, και εάν είναι τα μέλη της μειονότητας με ποιο τρόπο ορίζονται αυτά. Σε κάθε περίπτωση, η σημερινή διαχείριση υπολείπεται από τον αρχικό σκοπό των βακουφίων, και τις ανάγκες της μειονότητας σε ορφανοτροφεία, γηροκομεία/πτωχοκομεία ή σπουδαστικές υποτροφίες.
Τα βακούφια αποτελούν αυτοτελείς νομικές οντότητες οι οποίες διοικούνταν κατά το οθωμανικό δίκαιο το καθένα από ξεχωριστό διαχειριστή (μουτεβελή). Στην Ελλάδα τα βακούφια διοικούνται ομαδικά σε κάθε αστικό κέντρο, ενώ στα χωριά από έναν ή περισσότερους διαχειριστές. Στην Θράκη σήμερα λειτουργούν τρεις Διαχειριστικές Επιτροπές Μουσουλμανικής Περιουσίας, στην Κομοτηνή, την Ξάνθη και Διδυμότειχο. Όπως μπορεί κανείς να αντιληφθεί, οι επιτροπές αυτές, καθώς διαχειρίζονται την περιουσία των κοινοτήτων αποκτούν σημαντική πολιτική εξουσία. Έτσι, από νωρίς αποτέλεσαν το μήλο της έριδας όσων εποφθαλμιούσαν τον έλεγχο της μειονότητας ή άμεσα των ίδιων των βακουφίων. Οι δεκαετίες μέχρι το 1960 σκιάστηκαν από τις ενδομειονοτικές έριδες Παλαιομουσουλμάνων-Νεωτεριστών, αλλά και γενικότερα από την αντιπαράθεση ελληνικών/τουρκικών πολιτικών που εκπορεύονταν είτε από τα αντίστοιχα υπουργεία εξωτερικών είτε από άλλες τοπικές αρχές. Κλειδί για τον έλεγχο των προσώπων αποτελούσε ο τρόπος ανάδειξης των μελών των διαχειριστικών επιτροπών. Έτσι, ο διορισμός από την ελληνική κυβέρνηση αποτελούσε τον ασφαλέστερο τρόπο ελέγχου από την ελληνική διοίκηση, ενώ οι εκλογές εδραίωναν την δυνατότητα ελέγχου από την πλειοψηφούσα τάση εντός της μειονότητας, στην οποία μεταπολεμικά κυριάρχησαν οι Νεωτεριστές. Οι Διαχειριστικές Επιτροπές για πρώτη φορά εκλέχτηκαν μόλις το 1950 ύστερα από τρεις δεκαετίες πολιτικής αβελτηρίας. Η απόφαση για την εφαρμογή του δικαιώματος αυτοδιαχείρισης των βακουφίων λήφθηκε σε εναρμόνιση με την τουρκική πολιτική φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος των ελληνορθόδοξων βακουφίων και την ελληνοτουρκική προσέγγιση ενόψει της παράλληλης ένταξης στο ΝΑΤΟ. Ωστόσο, η περίοδος αυτή (όχι χωρίς προβλήματα) θα διαρκέσει μόλις 15 χρόνια. Η κρίση του Κυπριακού και η χούντα του 1967 θα οδηγήσουν και πάλι στον διορισμό των μελών των Επιτροπών. Ο μεταπολιτευτικός εκδημοκρατισμός, ωστόσο, δεν θα φτάσει στα μειονοτικά πράγματα, και εκλογές για τις επιτροπές δεν θα διεξαχθούν ούτε μετά την υιοθέτηση του ν. 1091/1980 ο οποίος ρητά τις προβλέπει. Η συνέχιση της διοίκηση των μειονοτικών βακουφίων με επιτροπές διορισμένες από το κράτος ασφαλώς έπληξε πολλαπλά την αξιοπιστία των τελευταίων ελληνικών κυβερνήσεων εντός και εκτός.
Το υπό κατάθεση σχέδιο νόμου δεν φέρνει σημαντικές καινοτομίες σε σχέση με τον προηγούμενο νόμο τον οποίο αντικαθιστά. Το σημαντικότερο στοιχείο του είναι ότι αποτελεί στην ουσία την έκφραση βούλησης διεξαγωγής εκλογών για την αυτοδιαχείριση των βακουφίων. Στα θετικά του νόμου εγγράφεται η μη αναφορά της ρήτρας της –εξάλλου διεθνώς παράνομης- αμοιβαιότητας, η κατοχύρωση του νομικού χαρακτήρα τους ως πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και ο εκσυγχρονισμός διαφόρων ζητημάτων εκλογής και διαχείρισης. Στα αρνητικά, η ασάφεια της σχέσης των Επιτροπών με τον τοπικά αρμόδιο Μουφτή ή ιμάμη, ο ρόλος του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας, ο οποίος διατηρώντας σημαντικές αποφασιστικές αρμοδιότητες περιορίζει τα όρια της διαχειριστικής αυτονομίας των Επιτροπών. Παράδειγμα, η αρμοδιότητά του αυτοβούλως να ορίζει ομάδα βακουφίων υπό ειδική διαχειριστική επιτροπή. Παρόμοια, το σχέδιο νόμου αποσπά από την κεντρική διοίκηση των βακουφίων τα σχολικά βακούφια, χωρίς να προσδιορίζει τις αρμοδιότητες των σχολικών εφοριών και των βακουφικών επιτροπών ανάλογα με την αποστολή του κάθε οργάνου. Τέλος, προβληματική είναι η περιοριστική απαρίθμηση των σκοπών για τους οποίους μπορούν να διατίθενται τα έσοδα των βακουφίων, ενώ σκοπός διάθεσης των εσόδων μπορεί να είναι και η μισθοδοσία και αμοιβή υπαλλήλων, ερευνητικού προσωπικού, χορηγία υποτροφιών κλπ., δηλαδή κάθε δραστηριότητα που εξυπηρετεί το σκοπό του βακουφίου.
Η κατάθεση του σχεδίου νόμου προκάλεσε αντιδράσεις από πολλές πλευρές: Πρώτα από την πολιτική ελίτ της μειονότητας, η οποία αρχικά απέρριψε το σχέδιο νόμου και στη συνέχεια πρότεινε συγκεκριμένες τροποποιήσεις, όπως και την συμμετοχή της στην ευρύτερη διαβούλευση. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι κατά την Συνθήκη της Λοζάνης (άρθ. 40) η «σύσταση, διεύθυνση και εποπτεία» των κοινωφελών ιδρυμάτων γίνεται από την ίδια την μειονότητα. Ωστόσο, η απόλυτη απόρριψη του σχεδίου φαίνεται ότι εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες ξένες προς την συζήτηση του ίδιου του βακουφικού. Δεύτερον, από ελληνικούς εθνικιστικούς κύκλους οι οποίοι μυωπικά αντέδρασαν στην παραχώρηση του δικαιώματος των εκλογών στην μειονότητα και την κατάργηση της ρήτρας της αμοιβαιότητας, ξεχνώντας ότι μέσω αυτής επλήγησαν επί σειρά δεκαετιών τα βακούφια σε Θράκη και Κωνσταντινούπολη. Επίσης αντέδρασαν και στην πρόβλεψη ειδική ποσόστωσης στις προλήψεις μέσω ΑΣΕΠ υπέρ μουσουλμάνων υποψηφίων, ένα μέτρο θετικής διάκρισης το οποίο αποσκοπεί στην στάθμιση των ευκαιριών για κοινωνική και οικονομική πρόοδο της μειονότητας, και το οποίο θα έπρεπε να θεωρείται κατ’ αρχήν θεμιτό. Τρίτον, από πολιτικούς και διπλωματικούς κύκλους, οι οποίοι διαβλέπουν ότι σε άρνηση της μειονότητας να εφαρμόσει το νόμο, θα παρουσιαστούν νέες επιπλοκές στα διμερή θέματα με την Τουρκία και νέες αγκυλώσεις στα μειονοτικά της Θράκης, όπου η ελληνική κυβέρνηση θα είναι «αναγκασμένη» πλέον να διοικεί τα βακούφια με διορισμένες και πλήρως απαξιωμένες Επιτροπές.
Το σχέδιο νόμου κατά τη γνώμη μου θα έπρεπε να είναι πιο τολμηρό και να εντάξει τα ιδρύματα στο κοινό δίκαιο περί ιδρυμάτων (το οποίο προβλέπει μόνο για τα νέα βακούφια) ώστε να διασφαλίζει το δικαίωμα της μειονότητας στην βακουφική περιουσία με την άσκηση αποφασιστικών και διαχειριστικών αρμοδιοτήτων μέσω των θεμελιωδών αρχών της χρηστής διοίκησης, διαφάνειας και λογοδοσίας και την εγγυητική αρμοδιότητα του δημοσίου το οποίο οφείλει να διασφαλίζει τις αρχές αυτές υπέρ της μειονότητας. Όσο τα βακούφια αποτελούν πολιτικό διακύβευμα ανομολόγητων στόχων, από οποιαδήποτε πλευρά, ακόμα και η πλέον άρτια νομική λύση είναι αδύνατον να θεραπεύσει τα προβλήματα.

0 yorum: