ΚΑΙ ΟΙ ΚΡΙΝΟΝΤΕΣ ΚΡΙΝΟΝΤΑΙ


Αζινλίκτσα
Τεύχος:35
Φεβρουάριος 08

ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΔΟΣ


Ο Πλάτων, αποκαλούμενους από τους Μουσουλμάνους χαζρέτι Εφλατούν, στους Νόμους του έχει γράψει ότι, «…η Δίκη ονομάζεται κόρη της Αιδούς, και ορθά έτσι προσφωνείται ».[1] Η λέξη δίκη σημαίνει την όλη διαδικασία ανεύρεσης της αλήθειας και απονομής δικαιοσύνης, ενώ η λέξη αιδώς σημαίνει σεβασμός και κοσμιότητα προς τους άλλους.
Παρατηρείται δυστυχώς, όχι ως φαινόμενο μεμονωμένο, δικαστές που δικάζουν στα Μονομελή Πρωτοδικεία Ροδόπης και Ξάνθης υποθέσεις επικύρωσης αποφάσεων του Μουφτή να απορρίπτουν τις σχετικές αιτήσεις, όταν πρόκειται για τη λύση θρησκευτικού γάμου μεταξύ Μουσουλμάνων, με αιτιολογία την υπέρβαση της τοπικής ή υλικής δικαιοδοσίας εκ μέρους του Μουφτή.
Η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της 24.12.1990, που κυρώθηκε με το νόμο 1920/1991, στο άρθρο 5, παράγραφος 2 προβλέπει ότι ο Μουφτής ασκεί δικαιοδοσία μεταξύ Μουσουλμάνων Ελλήνων πολιτών της περιφέρειάς του, ανάμεσα στις άλλες και σε υποθέσεις διαζυγίων, εφόσον ο γάμος είχε γίνει σύμφωνα με τον Ιερό Μουσουλμανικό Νόμο (Σαρία). Οι περιπτώσεις που αποφάσεις του Μουφτή για λύση γάμων απορρίφθηκαν από τα τακτικά δικαστήρια είναι δύο ειδών. Στη μια περίπτωση, όπως συνέβη σχετικά πρόσφατα στο Πρωτοδικείο Ροδόπης, ο ένας από τους συζύγους δεν κατοικούσε στην περιφέρεια του Μουφτή Κομοτηνής, και στην άλλη, όταν ο ένας από τους συζύγους δεν έχει ελληνική υπηκοότητα.
Οι νόμοι πάντοτε επιδέχονται ποικίλες ερμηνείες, έτσι ώστε η εφαρμογή τους τελικά να εξυπηρετεί τις ανάγκες των ανθρώπων, που θεσπίσθηκαν αυτοί να εξυπηρετούν. Στη Νομική Επιστήμη, οι φοιτητές μαθαίνουν σχεδόν από την αρχή των σπουδών τους για τη «γραμματική» ερμηνεία του νόμου, για τη «συσταλτική» ερμηνεία και για την «διασταλτική» ερμηνεία. Ακόμα μαθαίνουν, πως ένας νόμος που είναι αντίθετος στο Σύνταγμα είναι ανεφάρμοστος, πως το κοινοτικό δίκαιο υπερισχύει του εσωτερικού δικαίου της χώρας μας, ενώ τέλος εμπρός σε νομοθετήματα αυξημένης ισχύος σύμφωνα με το Σύνταγμα, όπως είναι νομοθετήματα του Ο.Η.Ε. ή του Συμβουλίου της Ευρώπης ή διατάξεις Διεθνών Συμβάσεων και Συνθηκών που κυρώθηκαν από το ελληνικό κράτος, υποχωρεί η εφαρμογή των νόμων καθαρά ελληνικής προέλευσης. Όλοι οι Νομικοί, ακόμα από φοιτητές, μαθαίνουν ότι ο νομοθέτης μπορεί να παρέλειψε να ρυθμίσει μια σχέση ή κατάσταση του ιδιωτικού ή του δημόσιου βίου, οπότε γίνεται λόγος για «κενό δικαίου» και για την ανάγκη προσφυγής στην αναλογική εφαρμογή υπαρχόντων νόμων, προκειμένου να λυθεί όσο το δυνατό πιο ικανοποιητικά το πρόβλημα που έχει ανακύψει από την διαπίστωση του κενού δικαίου.
Όσα ανέφερα προηγουμένως σχετικά με τις ερμηνευτικές μεθόδους, αποτελούν ουσιώδες στοιχείο της Νομικής Επιστήμης και τούτο πέραν των άλλων οφείλεται στο απλό γεγονός, ότι διάφορα νομοθετήματα του κράτους, ως κατασκευές ανθρώπων εμφανίζουν ελλείψεις, κενά, ακόμα και λογικές ανακολουθίες στη διατύπωση του κειμένου τους και επομένως προβλήματα στην εφαρμογή τους.
Τα δικαστήρια υπάρχουν για να ερμηνεύουν τους νόμους, ανάλογα με τις περιπτώσεις των υποθέσεων που καλούνται να κρίνουν, έτσι ώστε η εφαρμογή του νόμου που θα προκύψει από το κείμενο της απόφασης του δικαστή, από τη μια μεριά πρέπει να εξυπηρετεί τους πολίτες που προσέφυγαν στο δικαστήριο και από την άλλη, κυρίως, να ικανοποιεί το λεγόμενο κοινό περί δικαίου αίσθημα της κοινωνίας. Για να μη θεωρηθεί ότι θέλουμε να προβάλλουμε μια εικόνα πραγμάτων που είναι ανύπαρκτη, πρέπει να επισημανθεί ότι η δικαστική κρίση από τα πράγματα είναι υποκειμενική, αφού αποτελεί εκδήλωση μιας ανθρώπινης πνευματικής διεργασίας. Τούτο σημαίνει ότι η δικαστική κρίση επηρεάζεται από την ατέλεια της γνώσης του ανθρώπου και από την αδυναμία απόλυτου ελέγχου της προσωπικής νοοτροπίας, όσον αφορά την επίτευξη του δέοντος.
Η συνείδηση του δικαίου και του άδικου, δεν είναι προνόμιο όσων σπούδασαν τη Νομική Επιστήμη και όσων ασχολούνται μ’ ένα νομικό επάγγελμα που έχει σχέση με την απονομή της δικαιοσύνης, όπως είναι οι δικαστές, οι δικηγόροι, οι ειρηνοδίκες, οι πταισματοδίκες και οι εισαγγελείς. Όλοι οι άνθρωποι διαθέτουν συνείδηση για το τί είναι δίκαιο και τί όχι ή αλλιώς διαθέτουν το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Και μάλιστα απλοί άνθρωποι με εκλεπτυσμένο ήθος έχουν βαθύτατη ευαισθησία όσον αφορά την εκζήτηση του δικαίου.

Κατά τη γνώμη μου, η άρνηση επικύρωσης από το Μονομελές Πρωτοδικείο αποφάσεων του Μουφτή, που λύουν θρησκευτικούς γάμους μεταξύ Μουσουλμάνων, με την αιτιολογία, είτε ότι ο ένας από τους διαζευχθέντες δεν είναι κάτοικος της περιφέρειας του Μουφτή, είτε ότι ο ένας από τους δύο δεν είναι Έλληνας υπήκοος, δεν είναι ορθή. Κι ακόμα περισσότερο οδηγεί στο αδιέξοδο της αρνησιδικίας, δηλαδή της μη απονομής δικαιοσύνης από το δικαστήριο. Ο περιορισμός του τακτικού δικαστή στη γραμματική ερμηνεία του νόμου, (άρθρο 5 παράγρ. 2 παραπάνω ΠΝΠ), από τη μια μεριά δεν ικανοποιεί το κοινό περί δικαίου αίσθημα και από την άλλη προκαλεί προβλήματα στους πολίτες, οι οποίοι προσφεύγοντας στο δικαστήριο, όπως έχουν δικαίωμα να πράξουν, έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο με το φαινόμενο της αρνησιδικίας….

Η διάταξη του άρθρου 1 παράγραφος 3 του Συντάγματος είναι θεμελιώδης και χαρακτηρίζει τη φύση του πολιτεύματος της χώρας. Προβλέπει και διακηρύσσει ότι «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού…». Η Δικαιοσύνη αποτελεί μια από τις τρεις διακεκριμένες λειτουργίες της Δημοκρατίας μας, οι άλλες είναι η νομοθετική, που ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και η εκτελεστική που ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση. Μολονότι τα δικαστήρια που ασκούν τη δικαστική λειτουργία του κράτους συγκροτούνται από δικαστές, οι οποίοι διορίζονται κατόπιν εξετάσεων και φοίτησης στην Εθνική Σχολή Δικαστών, η δικαστική λειτουργία πηγάζει επίσης από το Λαό. Ο τρόπος επιλογής των δικαστών του κράτους δεν ακυρώνει τη διακήρυξη του άρθρου 1 του Συντάγματος, καθόσον για την επιλογή των δικαστών δεν υπάρχουν εκ των προτέρων αποκλεισμοί και περιορισμοί, αλλά όλοι οι Έλληνες πολίτες, εφόσον πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις, μπορούν να γίνουν δικαστές. Και όπως όλες οι εξουσίες ή λειτουργίες, πιο σωστά, της πολιτείας, έτσι και η δικαστική υπάρχει υπέρ του Λαού. Η μόνη διαφορά που υπάρχει και διακρίνει τη δικαστική λειτουργία από τις δύο άλλες λειτουργίες του κράτους, είναι ότι η δικαστική λειτουργία δεν ελέγχεται με βάση τη δημοκρατική αρχή, αφού οι δικαστές διορίζονται και είναι ισόβιοι δημόσιοι λειτουργοί και δεν υπόκεινται στη δοκιμασία της εκλογής τους από το λαό.

Η διάταξη της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου της 24.12.1990 που ρυθμίζει τη δικαιοδοσία του Μουφτή ως οργάνου απονομής δικαιοσύνης μεταξύ των μελών της ελληνικής θρησκευτικής κοινότητας των Μουσουλμάνων της Θράκης, πράγματι εμφανίζει κενά, διότι δεν προέβλεψε ορισμένες καταστάσεις, που ανέκαθεν υπήρχαν και ήδη προκύπτουν. Ο Μουφτής, σύμφωνα με το γράμμα του νόμου καθιερώνεται ως δικαστής του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου και επιλαμβάνεται επί διαζυγίων μεταξύ Μουσουλμάνων ελληνικής υπηκοότητας στην περιφέρειά του και μόνο. Θεωρώ πως η διατύπωση της σχετικής διάταξης δεν εκφράζει την πραγματική βούληση του ιστορικού νομοθέτη. Γιατί σε ένα κράτος δικαίου είναι αδιανόητο ο νομοθέτης να θέτει σε ισχύ νόμους, που η εφαρμογή τους θα δημιουργεί άλυτα προβλήματα στους πολίτες και θα οδηγεί τα δικαστήρια στην αποχή από την απονομή δικαίου.
Ο Μουφτής είναι ανώτερος δημόσιος υπάλληλος του ελληνικού κράτους και η Μουφτεία είναι δημόσια υπηρεσία. Και οι δύο θεσμοί υπάρχουν για να εξυπηρετούν Έλληνες πολίτες κατ’ αρχήν. Ο Μουφτής είναι θρησκευτικός ηγέτης συγκεκριμένης χωρικά οριοθετημένης μουσουλμανικής κοινότητας. Μεταξύ των αρμοδιοτήτων του είναι η έκδοση αδειών για την τέλεση θρησκευτικών γάμων από Μουσουλμάνους. Το πρώτιστα σημαντικό στο θεσμό του Μουφτή, δεν είναι ότι η ελληνική νομοθεσία του δίδει βαθμό ανώτερου δημοσίου υπαλλήλου στην ιεραρχία της δημόσιας διοίκησης, αλλά το κύρος που διαθέτει στο σουννιτικό Ισλάμ και πέραν των συνόρων της ελληνικής επικράτειας. Συγχρόνως όμως ο Μουφτής στην Ελλάδα, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, είναι δικαστής κατά το σύστημα του δικαίου Σαρία.
Σήμερα πλέον στην Ελλάδα ζουν Μουσουλμάνοι σχεδόν σε όλα τα διαμερίσματα της χώρας. Αρκετοί απ’ αυτούς κατάγονται από την Θράκη, αλλά μετακινήθηκαν σε άλλες περιοχές αναζητώντας καλύτερες συνθήκες ζωής. Ιδίως στην Αττική, υπάρχουν πολλοί Μουσουλμάνοι, που είναι νόμιμα εγκατεστημένοι ως οικονομικοί μετανάστες, ορισμένοι από τους οποίους έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα, ενώ άλλοι απέκτησαν την ελληνική υπηκοότητα μετά από πολιτογράφηση. Εκτός από τους Μουσουλμάνους που κατοικούν μόνιμα στα Δωδεκάνησα και διέπονται από ιδιαίτερο νομικό καθεστώς, ως προς όλους τους Μουσουλμάνους που ζουν στην υπόλοιπη Ελλάδα ισχύουν όσα εφαρμόζονται στη Θράκη (βλ. ΑΠ [Γ’ Τμ] 1723/ 1980 ΕΕΝ 48. 725). Δηλαδή εάν ο γάμος δύο Μουσουλμάνων τελέσθηκε κατά τον τύπο της θρησκείας τους και κατοικούν στην Ελευσίνα, η λύση του γάμου υπάγεται στην αρμοδιότητα του Μουφτή. Αν δύο πιστοί Μουσουλμάνοι που ζουν στην Καλαμάτα θέλουν να τελέσουν γάμο σύμφωνα με τη Σαρία, πρέπει να προσφύγουν σ’ ένα Μουφτή της Θράκης, γιατί άλλωστε Μουφτείες στην Ελλάδα υπάρχουν τρεις μόνο, της Κομοτηνής, της Ξάνθης και του Διδυμοτείχου.
Όσα αναφέρονται πιο πάνω δεν είναι παράδοξα. Κάθε Έλληνας πολίτης, ανεξαρτήτως του τόπου κατοικίας του μπορεί να επιλέξει να τελέσει πολιτικό ή θρησκευτικό γάμο, κατά το ορθόδοξο, καθολικό ή ευαγγελικό δόγμα σε όποια πόλη της χώρας επιθυμεί. Δύο Ισραηλίτες Έλληνες πολίτες, κάτοικοι Πτολεμαΐδας μπορούν να τελέσουν το γάμο τους στη Συναγωγή της Θεσσαλονίκης, χωρίς πρόβλημα ή να καλέσουν στον τόπο τους τον Ραβίνο της Λάρισας και να γίνει η τελετή στο σπίτι τους. Κάθε αλλοδαπός που βρίσκεται στην Ελλάδα νόμιμα, μπορεί να τελέσει γάμο, πολιτικό ή θρησκευτικό, σύμφωνα με τον τύπο οποιουδήποτε θρησκεύματος. Όλα τα προηγούμενα θεωρούνται ίσως αυτονόητα, γιατί όλοι οι πολίτες ενός σύγχρονου κράτους δεν μπορεί παρά να απολαμβάνουν με τον ίδιο τρόπο το δικαίωμα τέλεσης γάμου. Για να ολοκληρώσουμε την παράθεση των απόψεών μας είναι ανάγκη να αναφέρουμε ότι το δικαίωμα τέλεσης γάμου είναι κατοχυρωμένο τόσο από το Σύνταγμα (άρθρο 21 παράγρ. 1), όσο και από νομοθετήματα αυξημένης ισχύος που έχουν ενσωματωθεί στο ελληνικό δίκαιο, όπως ο Χάρτης θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 9), Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 12), Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (άρθρο 23 παράγρ. 2).
Παρόλα όσα αναφέραμε προηγουμένως, λόγω της ατέλειας ως προς τη διατύπωσή της, της διάταξης του άρθρου 5 παράγρ. 2 της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου της 24.12.1990, εκδόθηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης το υπ’ αριθμόν πρωτοκόλλου Φ.97920/20138/31.10.2003 έγγραφο, που στάλθηκε μεταξύ των άλλων σε Ληξιαρχεία του κράτους και σύμφωνα με το οποίο απαγορευόταν η καταχώρηση θρησκευτικών μουσουλμανικών γάμων, που είχαν τελεσθεί μετά από άδεια του Μουφτή, εάν είχαν τελεσθεί μεταξύ Μουσουλμάνου και μη Μουσουλμάνας (κάτι που επιτρέπεται στο Ισλάμ, όσο αντίστοιχα επιτρέπεται η τέλεση γάμου κατά τον τύπο της Καθολικής Εκκλησίας μεταξύ Χριστιανού Καθολικού και ετερόθρησκου), μεταξύ Έλληνα πολίτη και αλλοδαπού, μεταξύ Μουσουλμάνων που κατοικούν εκτός Θράκης. Οι προηγούμενη πράξη της Διοικήσεως προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις διότι παραβίαζε κατοχυρωμένα αστικά και ανθρώπινα δικαιώματα, εισήγαγε διακρίσεις σε βάρος Ελλήνων πολιτών και προκάλεσε την έντονη κριτική της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, με σχετικό δελτίο τύπου που είχε εκδώσει στις 24.01.2004, με συνέπεια να διαταχθεί η αναστολή εφαρμογής του παραπάνω εγγράφου.
Όπως είναι κατοχυρωμένο νομικά το δικαίωμα τέλεσης γάμου, έτσι στα πλαίσια εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 5 παράγρ. 1 του Συντάγματος, που παρέχει προστασία στην ανάπτυξη της προσωπικότητας, πρέπει να θεωρηθεί ότι κατοχυρώνεται και το δικαίωμα λύσης ενός γάμου. Κατά την ελληνικό δίκαιο αναγνωρίζονται ως ίσου κύρους, τόσον ο πολιτικός γάμος, όσο και ο θρησκευτικός γάμος, σύμφωνα με τον τύπο κάθε αναγνωρισμένης θρησκείας (άρθρο 13 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος). Επιπρόσθετα, η συνταγματική διάταξη του άρθρου 13 παρα΄γρ. 1 εδ. β΄ προβλέπει ότι «η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός». Τούτο σημαίνει χωρίς αμφιβολία, ότι το δικαίωμα ενός Μουσουλμάνου να λύσει τον θρησκευτικό γάμο που τέλεσε κατά τον τύπο της θρησκείας του, δεν είναι ανεκτό να παρεμποδίζεται με οποιοδήποτε τρόπο, ακόμα και κυρίως αν αυτή η παρεμπόδιση προκύπτει από την έκδοση μιας δικαστικής απόφασης.
Ένας σπουδαίος Έλληνας δικαστής, που ανήλθε όλες τις βαθμίδες της ιεραρχίας του δικαστικού σώματος, σ’ ένα βιβλίο του κατέθεσε τις εξής σκέψεις: «Εμείς οι δικαστές δεν έχουμε πολύ καλές σχέσεις με το Σύνταγμα, ως κείμενο καθημερινής πρακτικής…. Οι τυποποιημένες αιτιολογίες και οι ευφυείς αποσιωπήσεις καλύπτουν την τυπική προσήλωση στις συνταγματικές διατάξεις» (Γ. Ρήγος∙ Ελευθερία και Γλώσσα, εκδόσεις Γκοβόστης 1995 σ. 48).

Ο τακτικός δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου λ.χ. της Ροδόπης, που καλείται να επικυρώσει μια απόφαση του Μουφτή Κομοτηνής με την οποία λύεται θρησκευτικός γάμος μεταξύ Μουσουλμάνων, ο ένας από τους οποίους είτε είναι αλλοδαπός, είτε δεν είναι κάτοικος του Νομού Ροδόπης, αντιλαμβανόμενος την ελλιπή διατύπωση της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 2 της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, που καθορίζει τη δικαιοδοσία του Μουφτή επί διαζυγίων, οφείλει κατά τη γνώμη μου να προσφύγει σε διατάξεις περί διαζυγίου του κοινού δικαίου και να τις εφαρμόσει αναλογικά. Η προσήλωση στο γράμμα του νόμου στην προκειμένη περίπτωση, όπως αναφέραμε οδηγεί σε αρνησιδικία. Σε περίπτωση λύσης μουσουλμανικού γάμου μεταξύ ενός Έλληνα πολίτη και ενός αλλοδαπού τη λύση προσφέρει η αναλογική εφαρμογή του άρθρου 612 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, σύμφωνα με την οποία τα ελληνικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να δικάσουν υπόθεση διαζυγίου, όταν ο ένας από τους συζύγους είναι Έλληνας, ακόμα και αν ενώ κατά την τέλεση του γάμου είχε την ελληνική υπηκοότητα, την απέβαλλε στη συνέχεια εξαιτίας του γάμου αυτού. Όσον αφορά τη λύση θρησκευτικού γάμου μεταξύ Ελλήνων Μουσουλμάνων, που δεν είναι κάτοικοι Θράκης, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, όπως αναφέραμε, ότι γίνεται δεκτό πως ο Ιερός Μουσουλμανικός Νόμος καλύπτει υποθέσεις γάμου και διαζυγίου Μουσουλμάνων που κατοικούν οπουδήποτε στην ελληνική επικράτεια, με εξαίρεση τα Δωδεκάνησα, και το γεγονός ότι η ελληνική νομοθεσία έχει προβλέψει τη λειτουργία ιεροδικείων μόνο στην Κομοτηνή, στην Ξάνθη και στο Διδυμότειχο. Το άρθρο 39 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ρυθμίζει την τοπική αρμοδιότητα των τακτικών δικαστηρίων επί γαμικών διαφορών και προσφέρει αναλογική λύση στην περίπτωση που ο ένας από τους συζύγους των οποίων ο γάμος έχει λυθεί με απόφαση του Μουφτή, κατοικεί στην περιφέρεια του οικείου Μουφτή και ο άλλος όχι. Τέλος, είναι ιδιαίτερα χρήσιμη η διάταξη του άρθρου 16 του Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με την οποία, το διαζύγιο ρυθμίζεται από το δίκαιο που διέπει τις προσωπικές σχέσεις των συζύγων κατά την έναρξη της διαδικασίας του διαζυγίου, όσον αφορά την επιδίωξη λύσης του γάμου Μουσουλμάνων αλλοδαπών, που είναι νόμιμα νόμιμα εγκατεστημένοι στην Ελλάδα, ενόψει του χαρακτήρα του θεσμού του Μουφτή ως ιεροδίκη, σύμφωνα με τα θέσμια της οικουμενικής θρησκείας του Ισλάμ.

Θα ήθελα να κλείσω τούτο το άρθρο με την παράθεση της εξής πληροφορίας. Στην έννομη τάξη που ισχύει στη Βρετανία, η δικαιοταξία της Σαρία δεν έχει ενσωματωθεί στο βρετανικό κοινοδίκαιο. Παρόλα αυτά, οι τακτικοί δικαστές αυτής της χώρας, όταν καλούνται να δικάσουν διαζύγια μεταξύ Μουσουλμάνων, που ο γάμος τους τελέσθηκε σύμφωνα με τους όρους του Ιερού Μουσουλμανικού Νόμου, λαμβάνουν υπόψη τους τις ρυθμίσεις σχετικά με το γάμο και το διαζύγιο της Σαρία και εκδίδουν αποφάσεις περί διαζυγίου που δεν αγνοεί τούτο το γεγονός.

[1] Πλάτωνος Νόμοι (943e 1-2): ‘παρθένος γαρ Αιδούς Δίκη λέγεταί τε και όντως είρηται’ (‘γιατί η Δίκη ονομάζεται κόρη της Αιδούς, και ορθά έτσι προσφωνείται’).

0 yorum: