Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης
Επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
ktsitselikis@yahoo.com
Αζινλίκτσα 31
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2007
03.06.2007
Τους τελευταίους μήνες η Τουρκία δοκιμάζεται πολύπλευρα όχι μόνο ως προς την ευρωπαϊκή της τροχιά αλλά και ως προς τους εσωτερικούς της θεσμούς, και νέα ερωτήματα αναζητούν απαντήσεις σχετικά το μέλλον της σταθερότητας και της προοπτικής της ανάπτυξης εν γένει. Τι σημαίνει η σύγκρουση του πρωθυπουργού Ταγίπ Ερντογάν με το θεσμικό θεματοφύλακα του κεμαλισμού, δηλαδή τον Στρατό; Θα μπορέσει η Τουρκία να εμπεδώσει τη «Δημοκρατία», το «κράτος δικαίου» όπως αυτά νοηματοδοτούνται σήμερα; Ποιες οι επιπτώσεις για την ενταξιακή της πορεία στην ΕΕ; Ποιες θα ήταν οι συνέπειες για την Ελλάδα και την Τουρκία μιας ανάστροφης πορείας για την διμερή τους συνεννόηση, όπως αυτή έχει μερικώς επιτευχθεί; Οι απαντήσεις δεν είναι προφανείς, καθώς προϋποθέτουν ανάλυση των όρων που συνθέτουν το ίδιο το ερώτημα: Η Τουρκία δεν αποτελεί μία και μονολιθική ενότητα συμφερόντων, ταυτοτήτων και επιδιώξεων, ενώ η συμπεριφορά των θεσμικών της οργάνων καθορίζονται από την συνισταμένη πολλαπλών και συχνά αντιτιθέμενων θέσεων, αλλά και την διάδραση με τον παράγοντα Ευρώπη.
Η κρίσιμη προεκλογική περίοδος την οποία διέρχεται η χώρα ίσως για πρώτη φορά δίνει τη δυνατότητα να δοκιμαστούν οι θεσμοί σε ακραίες καταστάσεις πολιτικής και ιδεολογικής φόρτισης, χωρίς ωστόσο να χρειαστεί να ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός αυτο-ρύθμισης (βλ. Στρατός) για να βγάλει τη χώρα από το αδιέξοδο ή την απειλή της αλλοίωσης του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους. Το αισιόδοξο σενάριο θα πιστωθεί υπέρ της «ωρίμανσης» της τουρκικής πολιτικής, η οποία θα αποδείξει ότι μπορεί να λύνει τα αδιέξοδα με βάση της δυνατότητες που παρέχουν οι θεσμοί που συνάδουν με τις κλασικές αρχές της Δημοκρατίας. Το απαισιόδοξο σενάριο καταλήγει με την ενεργοποίηση του Στρατού υπέρ της «ομαλότητας» και την εξασφάλιση της Πρωθυπουργίας (ή μόνον της Προεδρίας της Δημοκρατίας) σε χέρια πιστά στις καθιερωμένες αξίες (κεμαλικός εθνικισμός, κοσμικότητα του κράτους κλπ.). Το σενάριο αυτό είναι γνωστό με τρία κλασικά πραξικοπήματα (του 1960, 1972 και 1980) και ένα «μεταμοντέρνο» όταν ο ισλαμιστής Ερμπακάν απομακρύνθηκε από την πρωθυπουργία (το 1997). Ωστόσο ο στρατός στην Τουρκία παίζει έναν θεσμικό ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας, καθώς αντλεί τις εξουσίες του από το ίδιο το Σύνταγμα. Εξάλλου ο ρόλος του Στρατού έχει βαθιές ρίζες στη συλλογική συνείδηση του λαού, των αριστερών πολιτικών δυνάμεων, του εργατικού κινήματος και της κοινωνίας των πολιτών. Για τον λόγο αυτό αποτελεί έναν «ώριμο» και «δοκιμασμένο» θεσμό, ο οποίο δεν διψά για εξουσία, αλλά ύστερα από την επέμβασή του επιστρέφει την εξουσία στους πολιτικούς με τους όρους βέβαια που αυτός επιβάλει. Ωστόσο τα τελευταία 10 περίπου χρόνια η προσέγγιση με την Ευρώπη τον έχει βάλει στο περιθώριο, αφαιρώντας του πλήθος θεσμικών εξουσιών και προνομίων, όχι όμως και τον σκληρό πυρήνα του ρόλου που διατηρεί και ασκεί.
Στο σημείο αυτό μπορούν να γίνουν δύο παρατηρήσεις: Η πρώτη είναι συνυφασμένη με τους στρατηγικούς προσανατολισμούς της Τουρκίας, όπως σε ζητήματα ασφάλειας που συνδέονται με το κουρδικό. Η δεύτερη, με την εμπέδωση των δημοκρατικών θεσμών και των δικαιωμάτων, αλλά και με την διαμόρφωση ενιαίων κανόνων της οικονομίας της αγοράς, η οποία πάσχει από μία άγρια φιλελευθεροποίηση σε βάρος των κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων. Στην πρώτη κατηγορία, η σχέση με την ΕΕ και τις ΗΠΑ περνάει μέσα από ζητήματα ασφάλειας και σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή που σε τελική ανάλυση δεν έχουν και μεγάλη εξάρτηση απο τον βαθμό δημοκρατίας στην Τουρκία. Στην δεύτερη κατηγορία, η εμπέδωση των αρχών μιας δυτικού τύπου δημοκρατίας θα σημάνει αδιέξοδα τον αυτοπεριορισμό του ρόλου του Στρατού και την συνέχιση της διαδικασίας περιορισμού των αρμοδιοτήτων και προνομίων του, και κυρίως τον αυτοπεριορισμό των ιδεολογικών παραμέτρων του κεμαλισμού (εθνικός κρατικισμός). Εξάλλου το ιδεολογικό περιεχόμενο του κεμαλισμού, ο οποίος πλεόν έχει εδώ και δεκαετίες έχει προσλάβει διαφορετικές διαστάσεις από εκείνες που του είχε προσδώσει ο ιδρυτής του.
Ο εκσυγχρονισμός θεσμών, κοινωνικών δομών και ιδεολογιών υπάγεται σε σύνθετες λογικές. Έτσι, ο σαφής φιλο-ευρωπαϊσμός των τελευταίων ετών, φορές της οποίας ήταν το ισλαμικό κόμμα και όχι η ιδεολογικά φυλοδυτική κεμαλική αντιπολίτευση στην Τουρκία μετατρέπεται εύκολα σε αντι-ευρωπαϊσμό, όσο η Ευρώπη φέρεται πατερναλιστικά και επιβάλλει πολιτικές, τις οποίες συχνά δεν συζητά παρά μόνο σε επίπεδο διακηρύξεων (βλ. εκλογή Σαρκοζί στη Γαλλία κλπ.). Από την άλλη πλευρά, απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για την ευθυγράμμιση με το «ευρωπαϊκό κεκτημένο» επιβλήθηκαν από το τουρκικό δίκαιο, χωρίς να έχουν αφομοιωθεί και νομιμοποιηθεί από την ευρεία πλειοψηφία των πολιτών.
Η διαδεδομένη ανάλυση ότι η Τουρκία είναι διχασμένη στα δύο, μεταξύ Κεμαλιστών και Ισλαμιστών είναι προσχηματική, καθώς η καθαρότητα της διχοτόμησης αυτής επαληθεύεται μόνο σε μικρές μειοψηφίες. Η νομιμοφροσύνη στο κράτος και οι πολιτισμικές –τουλάχιστον- καταβολές του Ισλάμ ενώνουν την συντριπτική πλειοψηφία του τουρκικού λαού. Μεταξύ του κεμαλικού ρεπουμπλικανισμού του CHP και του υπερ-δεξιού εθνικισμού του MHP, το θρησκογενές ΑΚΡ βρήκε ζωτικό χώρο να εκφράσει τον κεντρώο χώρο, με σύνθημα το ευρωπαϊκό μέλλον. Έτσι και το στρατιωτικό κατεστημένο υποχρεώθηκε να αποχωριστεί σταδιακά τις πολιτικές του υπερεξουσίες με γνώμονα την ευρωπαϊκή προσέγγιση υπό την διαχείριση μιας ισλαμικής κυβέρνησης. Η προοπτική ανάληψης της Προεδρίας της Δημοκρατίας από έναν Ισλαμιστή έστω και μετριοπαθή για πρώτη φορά θέτει υπό αμφισβήτηση την αξία του κεμαλικού ρεπουμπλικανισμού και της κοσμικότητας που οφείλει να πρεσβεύει. Έτσι το συμβολικό αποκτά διαστάσεις τεράστιου πολιτικού διακυβεύματος και ξεσηκώνει τεράστιες διαδηλώσεις σε όλη την Τουρκία. Το αποτέλεσμα της αντιπαλότητας Ισλαμισμού-Κεμαλισμού είναι η οικοδόμηση αμοιβαίας δυσπιστίας με την εργαλειακή χρήση στερεοτύπων. Ωστόσο, η αποτυχία της αντιπολίτευσης σήμερα να μεταφράσει την αντιπαλότητα σε μία καθαρή ιδεολογική αντιπαράθεση δείχνει ότι πλέον ο τουρκικός λαός δεν υποκείπτει σε τόσο «εύκολες» ιδεολογικές κατηγοριοποιήσεις, με αποτέλεσμα ο αρχηγός της αντιπολίτευσης και πρόεδρος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (που ίδρυσε ο ίδιος ο Ατατούρκ), Ντενίζ Μπαϊκάλ δεν επηρεάζει περισσότερο από το 15% του εκλογικού σώματος. Από την άλλη πλευρά τα ποσοστά του κόμματος του Τ. Ερντογάν ανεβαίνουν, μέχρι το πρωτόγνωρο 42% που του εξασφαλίζει βέβαιη νίκη στις εκλογές του Ιουλίου και πιθανότητα και την δυνατότητα εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον λαό, ύστερα από την επιχειρούμενη συνταγματική αναθεώρηση. Εδώ το κλειδί της ουσιαστικής προόδου, με την έννοια της πραγματικής εφαρμογής των θεσμών κρατά στα χέρια του το Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο όπως φαίνεται θα κρίνει σε τελικό βαθμό την μη έγκριση του απερχόμενου Προέδρου Σεζέρ της πρότασης για συνταγματική αναθεώρηση της κυβέρνησης και ειδικότερα την δυνατότητα άμεσης εκλογής του Προέδρου από το εκλογικό σώμα. Η πρόσφατη εμπειρία στο ίδιο θέμα ωστόσο δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας: η διακοπή της διαδικασίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας στην Μεγάλη Εθνοσυνέλευση, με μια απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου που δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί «σύννομη», και η ρηματική παρέμβαση του Στρατού, δημιούργησε ένα κλίμα πόλωσης που εκφράστηκε με τις μαζικές διαδηλώσεις σε όλη την χώρα υπέρ του κεμαλικιού χαρακτήρα του κράτους και την πίστη στην κοσμικότητά του. Από την άλλη πλευρά ο πρωθυπουργός έδειξε ότι είναι αποφασισμένος να χρησιμοποιήσει τις δυνατότητες που του παρέχουν οι θεσμοί και να αποφύγει πιέσεις μέσω μαζικών λαϊκών εκδηλώσεων. Η στάση αυτή αποτελεί ασφαλώς στοιχείο «ωριμότητας» με την έννοια ότι οι πρωταγωνιστές της πολιτικής σύγκρουσης θα πρέπει να λειτουργήσουν εντός του δεδομένου θεσμικού πλαισίου, έστω και αν οριακά το παραβιάσουν.
Τελικά, η οπισθοχώρηση της ευρωτουρκικών σχέσεων ενεργοποιεί μια σειρά εσωστρεφών στάσεων που πλήττουν τις πολιτικές «ανοιχτότητας». Οι τελευταίες αποτελούν προϋπόθεση για τις διαδικασίες πολιτικής και θεσμικής «ωρίμανσης» της αμοιβαίας (μεταξύ Κεμαλιστών-Ισλαμιστών) απαλλαγής του συλλογικού φόβου από την απειλή του «άλλου», όπως εξάλλου συνέβη σε τόσα άλλα ζευγάρια «προαιώνιων εχθρών» σε άλλες περιπτώσεις (βλ. «ο φόβος του κομμουνισμού», μεταξύ άλλων και στην Ελλάδα). Ωστόσο, ο βαθμός πολιτικής ωριμότητας που είναι συνυφασμένος με την εμπέδωση των θεμελιωδών θεσμών της οργάνωσης του πολιτεύματος δεν αποκλείεται να υποστεί την αντίστροφη παλίνδρομη κίνηση και να υποκείψει στις δυσλειτουργίες, τις πολιτικές εμπλοκές και τα ιδεολογικά αδιέξοδά της σημερινής Τουρκίας, του κράτους και των κατοίκων της. Το άμεσο μέλλον θα δείξει και ίσως ανοίξει πρωτόγνωρους δρόμους.
Η κρίσιμη προεκλογική περίοδος την οποία διέρχεται η χώρα ίσως για πρώτη φορά δίνει τη δυνατότητα να δοκιμαστούν οι θεσμοί σε ακραίες καταστάσεις πολιτικής και ιδεολογικής φόρτισης, χωρίς ωστόσο να χρειαστεί να ενεργοποιηθεί ο μηχανισμός αυτο-ρύθμισης (βλ. Στρατός) για να βγάλει τη χώρα από το αδιέξοδο ή την απειλή της αλλοίωσης του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους. Το αισιόδοξο σενάριο θα πιστωθεί υπέρ της «ωρίμανσης» της τουρκικής πολιτικής, η οποία θα αποδείξει ότι μπορεί να λύνει τα αδιέξοδα με βάση της δυνατότητες που παρέχουν οι θεσμοί που συνάδουν με τις κλασικές αρχές της Δημοκρατίας. Το απαισιόδοξο σενάριο καταλήγει με την ενεργοποίηση του Στρατού υπέρ της «ομαλότητας» και την εξασφάλιση της Πρωθυπουργίας (ή μόνον της Προεδρίας της Δημοκρατίας) σε χέρια πιστά στις καθιερωμένες αξίες (κεμαλικός εθνικισμός, κοσμικότητα του κράτους κλπ.). Το σενάριο αυτό είναι γνωστό με τρία κλασικά πραξικοπήματα (του 1960, 1972 και 1980) και ένα «μεταμοντέρνο» όταν ο ισλαμιστής Ερμπακάν απομακρύνθηκε από την πρωθυπουργία (το 1997). Ωστόσο ο στρατός στην Τουρκία παίζει έναν θεσμικό ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας, καθώς αντλεί τις εξουσίες του από το ίδιο το Σύνταγμα. Εξάλλου ο ρόλος του Στρατού έχει βαθιές ρίζες στη συλλογική συνείδηση του λαού, των αριστερών πολιτικών δυνάμεων, του εργατικού κινήματος και της κοινωνίας των πολιτών. Για τον λόγο αυτό αποτελεί έναν «ώριμο» και «δοκιμασμένο» θεσμό, ο οποίο δεν διψά για εξουσία, αλλά ύστερα από την επέμβασή του επιστρέφει την εξουσία στους πολιτικούς με τους όρους βέβαια που αυτός επιβάλει. Ωστόσο τα τελευταία 10 περίπου χρόνια η προσέγγιση με την Ευρώπη τον έχει βάλει στο περιθώριο, αφαιρώντας του πλήθος θεσμικών εξουσιών και προνομίων, όχι όμως και τον σκληρό πυρήνα του ρόλου που διατηρεί και ασκεί.
Στο σημείο αυτό μπορούν να γίνουν δύο παρατηρήσεις: Η πρώτη είναι συνυφασμένη με τους στρατηγικούς προσανατολισμούς της Τουρκίας, όπως σε ζητήματα ασφάλειας που συνδέονται με το κουρδικό. Η δεύτερη, με την εμπέδωση των δημοκρατικών θεσμών και των δικαιωμάτων, αλλά και με την διαμόρφωση ενιαίων κανόνων της οικονομίας της αγοράς, η οποία πάσχει από μία άγρια φιλελευθεροποίηση σε βάρος των κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων. Στην πρώτη κατηγορία, η σχέση με την ΕΕ και τις ΗΠΑ περνάει μέσα από ζητήματα ασφάλειας και σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή που σε τελική ανάλυση δεν έχουν και μεγάλη εξάρτηση απο τον βαθμό δημοκρατίας στην Τουρκία. Στην δεύτερη κατηγορία, η εμπέδωση των αρχών μιας δυτικού τύπου δημοκρατίας θα σημάνει αδιέξοδα τον αυτοπεριορισμό του ρόλου του Στρατού και την συνέχιση της διαδικασίας περιορισμού των αρμοδιοτήτων και προνομίων του, και κυρίως τον αυτοπεριορισμό των ιδεολογικών παραμέτρων του κεμαλισμού (εθνικός κρατικισμός). Εξάλλου το ιδεολογικό περιεχόμενο του κεμαλισμού, ο οποίος πλεόν έχει εδώ και δεκαετίες έχει προσλάβει διαφορετικές διαστάσεις από εκείνες που του είχε προσδώσει ο ιδρυτής του.
Ο εκσυγχρονισμός θεσμών, κοινωνικών δομών και ιδεολογιών υπάγεται σε σύνθετες λογικές. Έτσι, ο σαφής φιλο-ευρωπαϊσμός των τελευταίων ετών, φορές της οποίας ήταν το ισλαμικό κόμμα και όχι η ιδεολογικά φυλοδυτική κεμαλική αντιπολίτευση στην Τουρκία μετατρέπεται εύκολα σε αντι-ευρωπαϊσμό, όσο η Ευρώπη φέρεται πατερναλιστικά και επιβάλλει πολιτικές, τις οποίες συχνά δεν συζητά παρά μόνο σε επίπεδο διακηρύξεων (βλ. εκλογή Σαρκοζί στη Γαλλία κλπ.). Από την άλλη πλευρά, απαραίτητες μεταρρυθμίσεις για την ευθυγράμμιση με το «ευρωπαϊκό κεκτημένο» επιβλήθηκαν από το τουρκικό δίκαιο, χωρίς να έχουν αφομοιωθεί και νομιμοποιηθεί από την ευρεία πλειοψηφία των πολιτών.
Η διαδεδομένη ανάλυση ότι η Τουρκία είναι διχασμένη στα δύο, μεταξύ Κεμαλιστών και Ισλαμιστών είναι προσχηματική, καθώς η καθαρότητα της διχοτόμησης αυτής επαληθεύεται μόνο σε μικρές μειοψηφίες. Η νομιμοφροσύνη στο κράτος και οι πολιτισμικές –τουλάχιστον- καταβολές του Ισλάμ ενώνουν την συντριπτική πλειοψηφία του τουρκικού λαού. Μεταξύ του κεμαλικού ρεπουμπλικανισμού του CHP και του υπερ-δεξιού εθνικισμού του MHP, το θρησκογενές ΑΚΡ βρήκε ζωτικό χώρο να εκφράσει τον κεντρώο χώρο, με σύνθημα το ευρωπαϊκό μέλλον. Έτσι και το στρατιωτικό κατεστημένο υποχρεώθηκε να αποχωριστεί σταδιακά τις πολιτικές του υπερεξουσίες με γνώμονα την ευρωπαϊκή προσέγγιση υπό την διαχείριση μιας ισλαμικής κυβέρνησης. Η προοπτική ανάληψης της Προεδρίας της Δημοκρατίας από έναν Ισλαμιστή έστω και μετριοπαθή για πρώτη φορά θέτει υπό αμφισβήτηση την αξία του κεμαλικού ρεπουμπλικανισμού και της κοσμικότητας που οφείλει να πρεσβεύει. Έτσι το συμβολικό αποκτά διαστάσεις τεράστιου πολιτικού διακυβεύματος και ξεσηκώνει τεράστιες διαδηλώσεις σε όλη την Τουρκία. Το αποτέλεσμα της αντιπαλότητας Ισλαμισμού-Κεμαλισμού είναι η οικοδόμηση αμοιβαίας δυσπιστίας με την εργαλειακή χρήση στερεοτύπων. Ωστόσο, η αποτυχία της αντιπολίτευσης σήμερα να μεταφράσει την αντιπαλότητα σε μία καθαρή ιδεολογική αντιπαράθεση δείχνει ότι πλέον ο τουρκικός λαός δεν υποκείπτει σε τόσο «εύκολες» ιδεολογικές κατηγοριοποιήσεις, με αποτέλεσμα ο αρχηγός της αντιπολίτευσης και πρόεδρος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (που ίδρυσε ο ίδιος ο Ατατούρκ), Ντενίζ Μπαϊκάλ δεν επηρεάζει περισσότερο από το 15% του εκλογικού σώματος. Από την άλλη πλευρά τα ποσοστά του κόμματος του Τ. Ερντογάν ανεβαίνουν, μέχρι το πρωτόγνωρο 42% που του εξασφαλίζει βέβαιη νίκη στις εκλογές του Ιουλίου και πιθανότητα και την δυνατότητα εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον λαό, ύστερα από την επιχειρούμενη συνταγματική αναθεώρηση. Εδώ το κλειδί της ουσιαστικής προόδου, με την έννοια της πραγματικής εφαρμογής των θεσμών κρατά στα χέρια του το Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο όπως φαίνεται θα κρίνει σε τελικό βαθμό την μη έγκριση του απερχόμενου Προέδρου Σεζέρ της πρότασης για συνταγματική αναθεώρηση της κυβέρνησης και ειδικότερα την δυνατότητα άμεσης εκλογής του Προέδρου από το εκλογικό σώμα. Η πρόσφατη εμπειρία στο ίδιο θέμα ωστόσο δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας: η διακοπή της διαδικασίας εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας στην Μεγάλη Εθνοσυνέλευση, με μια απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου που δύσκολα μπορεί να χαρακτηριστεί «σύννομη», και η ρηματική παρέμβαση του Στρατού, δημιούργησε ένα κλίμα πόλωσης που εκφράστηκε με τις μαζικές διαδηλώσεις σε όλη την χώρα υπέρ του κεμαλικιού χαρακτήρα του κράτους και την πίστη στην κοσμικότητά του. Από την άλλη πλευρά ο πρωθυπουργός έδειξε ότι είναι αποφασισμένος να χρησιμοποιήσει τις δυνατότητες που του παρέχουν οι θεσμοί και να αποφύγει πιέσεις μέσω μαζικών λαϊκών εκδηλώσεων. Η στάση αυτή αποτελεί ασφαλώς στοιχείο «ωριμότητας» με την έννοια ότι οι πρωταγωνιστές της πολιτικής σύγκρουσης θα πρέπει να λειτουργήσουν εντός του δεδομένου θεσμικού πλαισίου, έστω και αν οριακά το παραβιάσουν.
Τελικά, η οπισθοχώρηση της ευρωτουρκικών σχέσεων ενεργοποιεί μια σειρά εσωστρεφών στάσεων που πλήττουν τις πολιτικές «ανοιχτότητας». Οι τελευταίες αποτελούν προϋπόθεση για τις διαδικασίες πολιτικής και θεσμικής «ωρίμανσης» της αμοιβαίας (μεταξύ Κεμαλιστών-Ισλαμιστών) απαλλαγής του συλλογικού φόβου από την απειλή του «άλλου», όπως εξάλλου συνέβη σε τόσα άλλα ζευγάρια «προαιώνιων εχθρών» σε άλλες περιπτώσεις (βλ. «ο φόβος του κομμουνισμού», μεταξύ άλλων και στην Ελλάδα). Ωστόσο, ο βαθμός πολιτικής ωριμότητας που είναι συνυφασμένος με την εμπέδωση των θεμελιωδών θεσμών της οργάνωσης του πολιτεύματος δεν αποκλείεται να υποστεί την αντίστροφη παλίνδρομη κίνηση και να υποκείψει στις δυσλειτουργίες, τις πολιτικές εμπλοκές και τα ιδεολογικά αδιέξοδά της σημερινής Τουρκίας, του κράτους και των κατοίκων της. Το άμεσο μέλλον θα δείξει και ίσως ανοίξει πρωτόγνωρους δρόμους.
0 yorum:
Yorum Gönder