Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης
Επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
Αζινλίκτσα
30
ΜΑΙΟΣ 2007
30
ΜΑΙΟΣ 2007
ΔΥΟ ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΗ
ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ
ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΞΕΝΟΣ, του Bruce Clark, εκδ. Ποταμός, Αθήνα, 2007
Η ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΗ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ. ΠΤΥΧΕΣ ΜΙΑΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗΣ (επιμ. Κ. Τσιτσελίκης), εκδ. Κριτική, Αθήνα 2006
Αν και πέρασαν 80 χρόνια από τότε που αποφασίστηκε η διαβόητη «ανταλλαγή ελληνο-τουρκικών πληθυσμών» η συζήτηση σχετικά με τις αιτίες και τους όρους διεξαγωγής της, και κυρίως την τύχη των ανθρώπων που η μοίρα τους καθορίστηκε από αυτήν, η συζήτηση μπήκε σε νέες βάσεις, πρώτον όσον αφορά την νηφαλιότητά της και δεύτερον ότι ασχολείται και με τις δύο ομάδες που ανταλλάχθηκαν και όχι μόνο με την «δική μας πλευρά». Ύστερα από σιωπή πολλών ετών, η ελληνόγλωσση βιβλιογραφία εμπλουτίζεται από μία μονογραφία του βρετανού δημοσιογράφου Bruce Clark που μεταφράστηκε από τα αγγλικά και μία συλλογή άρθρων, 24 ελλήνων και τούρκων συγγραφέων που επιμελήθηκε ο υπογράφων. Τα βιβλία, αποτελούν καρπό του ερευνητικού πάθους των συγγραφέων να αναζητήσουν μέσα από βιβλιογραφική έρευνα αλλά και από συνεντεύξεις των τελευταίων επιζώντων της Ανταλλαγής τις πτυχές που παραμένουν στην σκιά των τετριμμένων αναλύσεων του εθνοκεντρισμού. Για την μία πλευρά, εάν οι Έλληνες πρόσφυγες είναι οι ήρωες και τα θύματα της καταστροφής ή του ξεριζωμού, οι άνθρωποι που ακολούθησαν την αντίστροφη πορεία αγνοούνται και με το ζόρι αντιμετωπίζονται ως αντίβαρο, ανεπαρκές και αυτό, στατιστικό μέγεθος. Για την άλλη πλευρά, οι μουσουλμάνοι, δυνάμει Τούρκοι, συρρέουν από την καταρρέουσα Αυτοκρατορία για να συμβάλουν στην συγκρότηση της νέας Τουρκίας. Το παρελθόν τους αποσιωπάται, και μαζί του οι πολιτισμικές και γλωσσικές ετερότητες που φέρνουν μαζί τους.
Πολιτικός ρεαλισμός που εξασφάλισε τους όρους της ειρήνης ή καταπάτηση των σημαντικότερον δικαιωμάτων των ανθρώπων αυτών; Πως υπηρέτησε η ανταλλαγή τις αντιμαχόμενες εθνικές ιδεολογίες; Πώς χρησιμοποιήθηκε το δίκαιο για την εξάλειψη των μειονοτήτων και παράλληλα για την προστασία εκείνων που έμειναν ως μειονότητες; Πώς αντιμετωπίστηκαν αυτοί που έμειναν και αυτοί που έφυγαν από τις δύο πλευρές; Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά έχουν δοθεί, ως επί το πλείστον, σύμφωνα με επιχειρήματα «εθνικού συμφέροντος».
Τα βιβλία αξίζουν την προσοχή του αναγνώστη που ενδιαφέρεται για ζητήματα της συγκρότησης του ελληνικού κράτους και έθνους, την ανταλλαγή ως ιστορικό γεγονός και ανθρώπινο δράμα. Τα κείμενα που ο αναγνώστης θα βρει στα βιβλία, φωτίζουν το καθένα με τον δικό του τρόπο, πτυχές της ανταλλαγής, που έχουν να κάνουν με τους ανθρώπους εκείνους οι οποίοι από τη θέση του υποκειμένου της ιστορίας, της δικής τους προσωπικής ή της κοινότητάς τους, βρέθηκαν έρμαιο, «υψηλών πολιτικών» και της στρατιωτικής συγκυρίας, στην κρισιμότερη φάση του ξεκαθαρίσματος των ελληνοτουρκικών λογαριασμών. Άνθρωποι οι οποίοι βρέθηκαν ακούσια, και εν μέρει εκούσια, στη δίνη εθνικιστικών συγκρούσεων, θύματα της διαδικασίας εθνοποίησης στην τελική και πιο επώδυνη πράξη διαχωρισμού (unmixing) πληθυσμών και εδαφών μεταξύ του ελληνικού και τουρκικού έθνους-κράτους, δηλαδή, μιας συγκρουσιακής διαδικασίας που είχε ξεκινήσει υπό άλλες συνθήκες ακριβώς έναν αιώνα νωρίτερα.
Mπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η Ανταλλαγή αποφασίστηκε και διεκπεραιώθηκε με όρους ηγεμονικούς μεταξύ των κρατών παρακάμπτοντας τις βασικές αρχές που συνθέτουν την ιδιότητα του πολίτη. Ελλάδα και Τουρκία πάγωσαν για λίγο την ιστορία, εφάρμοσαν σχέσεις μη-νεοτερικές στους πολίτες τους, τούς οποίους αντιμετώπισαν ως «υπηκόους», ώστε αμέσως μετά την ανταλλαγή να εφαρμόσουν το εθνικό- νεοτερικό πρόγραμμα στο πλαίσιο της σχέσης κράτους/έθνους-πολίτη. Αυτό το πάγωμα της ιστορίας παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις συνιστώσες που διαμόρφωσαν και τελικά παγίωσαν στη συνέχεια την ιδεολογική συγκρότηση και των δύο κρατών με διαφορετικό τρόπο και περιεχόμενο.
Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών όπως επικυρώθηκε από τη Σύμβαση της Λοζάνης, πρέπει να γίνεται αντιληπτή στα πολιτικά και στρατιωτικά συμφραζόμενα της παράλληλης ανασυγκρότησης των δύο γειτονικών κρατών και κυρίως στην εμπέδωση του «μονο-εθνισμού». Στην Λοζάνη, έδαφος και πληθυσμοί αποτέλεσαν και πάλι το διακύβευμα στο διπλωματικό τραπέζι μεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας και των Δυνάμεων. Εκεί, Ελλάδα και Τουρκία κατέφυγαν στη χρήση στατιστικών δεδομένων με στόχο να διευρύνουν ή να μειώσουν τη δημογραφική παρουσία της μιας ή της άλλης ομάδας για την επίτευξη των μέγιστων εθνικών στόχων και για να αποδείξουν δεσμούς πληθυσμών με το έδαφος και το έθνος. Η Συνδιάσκεψη, πολλούς μήνες πριν καταλήξει σε οριστικές αποφάσεις για το μέλλον της Τουρκίας, συνέταξε την Σύμβαση της Λοζάνης, δηλαδή, ρύθμισε νομικά με μη αναστρέψιμο και υποχρεωτικό τρόπο την τύχη περίπου δύο εκατομμυρίων ανθρώπων. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία που η διεθνής κοινότητα αποδέχτηκε και επέβαλε με υποχρεωτικούς όρους ξεριζωμό οριστικοποιώντας αλλά και μεγιστοποιώντας τα αποτελέσματα των κυμάτων προσφύγων που ήδη είχαν προηγηθεί.
Οι αποφάσεις που υιοθετήθηκαν στην Λοζάνη αποτελούν προϊόν συμβιβασμού αντίθετων επιδιώξεων των διαπραγματευτών. Είναι συνυφασμένες με τα ερωτήματα που καθορίστηκαν από τα πολιτικά συμφέροντα και το ιδεολογικό υπόβαθρο των δύο χωρών, αλλά και τις προσδοκίες και εκτιμήσεις τους για την επόμενη μέρα. Απαντήσεις σε ερωτήματα, όπως εάν η συνθήκη έπρεπε να θεμελιώνεται στην αρχή της ελεύθερης βούλησης των πληθυσμών ή στην υποχρεωτικότητα, σε ποιους θα εφαρμόζονταν η ανταλλαγή και ποιους θα εξαιρούσε, έπρεπε να πάρουν τη μορφή κανόνων δικαίου προσαρμοσμένων στη νέα κατάσταση.
Η Διάσκεψη της Λοζάνης ανέλαβε να προσδιορίζει τους όρους ίδρυσης της νέας Τουρκίας και των συνόρων της με την Ελλάδα (μεταξύ άλλων). Μάλιστα με χειρουργικό τρόπο εγκαθίδρυσε μια νέα εποχή στις δύο γειτονικές χώρες, όχι χωρίς τη συναίνεσή τους, επιβάλλοντας την ιδέα του «καθαρού εθνικού κράτους». Η υποχρεωτικού χαρακτήρα ανταλλαγή πληθυσμών αναμφισβήτητα αποτέλεσε το δραστικότερο μέσο για την επίτευξη του προγράμματος εθνικής ομογενοποίησης εξαλείφοντας σχεδόν το μειονοτικό φαινόμενο στην θρησκευτικο-εθνική του διάσταση, στο μέτρο που θεωρήθηκε ότι εξαρτάται από την γειτονική «μητέρα-πατρίδα», αλλά και συγκεντρώνοντας στο έδαφός τους πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό «πιστοποιημένης» πλέον εθνικής νομιμοφροσύνης.
Η Ελλάδα πλέον απέβλεπε αποκλειστικά στην εσωτερική της σταθερότητα και ανάπτυξη καταδικάζοντας του υπαίτιους της Μικρασιατικής Καταστροφής και αναλαμβάνοντας να εγκαταστήσει και να απορροφήσει οικονομικά και κοινωνικά τους πρόσφυγες. Ένα έργο γιγαντιαίο («το ανεπανάληπτο επίτευγμα» όπως εύστοχα ονομάζει ο Γ. Μαυρογορδάτος) το οποίο επηρέασε βαθιά την ελληνική κοινωνία σε όλες τις πτυχές της. Στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, η Τουρκία επιχειρούσε να επιβάλει το νέο πολιτικό και κοινωνικό πρόγραμμα σε πρωτάκουστες ιδεολογικές βάσεις με την αντικατάσταση των οθωμανικών δομών ύστερα από τα δεινά των συνεχών πολεμικών συγκρούσεων και της εδαφικής συρρίκνωσης.
Ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της ανταλλαγής, όπως και η έκταση των εξαιρέσεων συμφωνήθηκε ύστερα από δύσκολες διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας, της Κοινωνίας των Εθνών και των Δυνάμεων. Ο Nansen, διορισμένος από τη Γενική Συνέλευση της Κοινωνίας των Εθνών έπαιξε ρόλο κλειδί στην διαμόρφωση της τελικής διευθέτησης της ανταλλαγής. Η πρόταση της τουρκικής κυβέρνησης συζητήθηκε σε συνάφεια με το ποιοι πληθυσμοί θα εξαιρούνταν, καθώς η Ελλάδα επέμενε και κατοχύρωσε την παραμονή των Ελληνορθόδοξων της Κωνσταντινούπολης, Ίμβρου και Τενέδου, και βέβαια του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε αντάλλαγμα με την εξαίρεση των Μουσουλμάνων της Δ. Θράκης. Ο İşmet πασάς επεδίωξε οι Τουρκο-μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης να εξαιρεθούν από την ανταλλαγή, ώστε να δημιουργηθεί ένα συμμετρικό αντίβαρο στην εξαίρεση των Ελληνορθόδοξων της Πόλης, την οποία, όπως διαφαινόταν κατά τη διαπραγμάτευση και την σταθερή θέση της ελληνικής αντιπροσωπείας δεν θα μπορούσε να αποφύγει. Προς στιγμήν οι τουρκόφωνοι χριστιανοί της Καππαδοκίας συζητήθηκε να εξαιρεθούν, αλλά αυτό δεν συνέβη. Αντίθετα οι «μουσουλμάνοι αλβανικής καταγωγής» (δηλαδή οι Τσάμηδες και άλλοι αλβανόφωνοι της Μακεδονίας, όπως και οι Ορθόδοξοι της Κιλικίας εξαιρέθηκαν σε ύστερη φάση. Ο Βενιζέλος δεν επιθυμούσε «να υποχρεώσει τον τουρκικό πληθυσμό να εγκαταλείψει την Ελλάδα», αλλά από την άλλη πλευρά όφειλε να λάβει υπόψη του τις πραγματικότητες που αφορούσαν τις ανάγκες των προσφύγων που ήδη είχαν εγκατασταθεί και που απαιτούσαν άμεσα στέγη, περίθαλψη και εργασία. Η υποδοχή των προσφύγων στην Ελλάδα δημιούργησε γιγαντιαία τεχνικά προβλήματα, την επίλυση των οποίων η αναχώρηση των μουσουλμάνων θα «διευκόλυνε». Όπως φαίνεται, η υποχρεωτικότητα της ανταλαγής αποφασίστηκε με γνώμωνα την μεγιστοποίηση των οφελών που θα είχαν τα κράτη από την αναχώρηση των μειονοτικών πληθυσμών, αλλά και την ανεύρεση πόρων για την εγκατάσταση των προσφύγων/ανταλλαχθέντων. Στο τέλος, όλοι οι συμμετέχοντες στη διάσκεψη αρνήθηκαν την πατρότητα της ιδέας περί υποχρεωτικότητας της ανταλλαγής.
Για πολιτικούς λόγους που αφορούσαν και τις δύο πλευρές, το άρθρο 2 της Σύμβασης της Λοζάνης εξαιρούσε από την ανταλλαγή τους μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης, η οποία είχε ήδη προσαρτηθεί στην Ελλάδα, και τους Ελληνορθόδοξους της Κωσταντινούπολης. Έτσι, στις 13.12.1922 έγινε αποδεκτή η αμοιβαία εξαίρεση, εκείνων οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι (établis) στις προσδιορισμένες περιοχές. Με το άρθρο 14 της Συνθήκης της Λοζάνης που συνομολογήθηκε έξι μήνες αργότερα (Ιούλιος 1923) οι ελληνορθόδοξοι πληθυσμοί της Ίμβρου και της Τενέδου συμπεριλήφθηκαν στην εξαίρεση. Η Τουρκία επιχείρησε να υπαγάγει τον προσδιορισμό των «εγκατεστημένων» σε στενή ερμηνεία (όροι τυπικής εγγραφής στα ληξιαρχικά βιβλία κατά τον οθωμανικό νόμο του 1914) κατά την πρακτική εφαρμογή της οποίας, θα έπρεπε η συντριπτική πλειοψηφία των μελών των κοινοτήτων της Κωνσταντινούπολης να υπαχθεί στο καθεστώς της ανταλλαγής. Ύστερα από προσφυγή της Ελλάδας, η υπόθεση εξετάστηκε από το Διεθνές Δικαστήριο Διαρκούς Δικαιοσύνης της Χάγης, το οποίο με γνωμοδότησή του έκρινε ότι ως «εγκατεστημένοι» [établis] πρέπει να θεωρούνται όσοι Έλληνες πολίτες διαμένοντες στην περιφέρεια της Νομαρχίας Κωνσταντινουπόλεως πριν από την 30η Οκτωβρίου 1918 και όχι μόνο όσοι είναι εγγεγραμμένοι στα ληξιαρχικά βιβλία της. Με την σύμβαση του 1930 επετράπη η (επαν)εγκατάσταση των ελλήνων πολιτών στην περιφέρεια της Κωνσταντινούπολης. Στο περιθώριο του ναυαγίου της ίδρυσης του κυπριακού κράτους, η σύμβαση καταγγέλθηκε το 1964 από την Τουρκία με αποτέλεσμα την άμεση απέλαση 12.000 ελλήνων πολιτών και πολλαπλάσιων οικείων τους. Στην Ελλάδα, οι μειονοτικοί της Θράκης εξαιρέθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 2β ως “μουσουλμάνοι” και όχι ως “Tούρκοι”, καθώς η θρησκεία ήταν κατά πολύ σημαντικότερο χαρακτηριστικό και άμεσα ανιχνεύσιμο, παρά η «εθνικότητα» και εξάλλου, όπως υποστηρίζει ο Baskın Oran στο άρθρο του, η Τουρκία επεδίωκε να παραμείνουν στην περιοχή όλοι οι μουσουλμάνοι και όχι μόνο οι Τούρκοι.
Η διαδικασία του ξεριζωμού και η νομιμοποίηση της προσφυγιάς ολοκληρώθηκε το 1930, και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα αργότερα, δημιουργώντας ανυπολόγιστο πόνο και απώλειες για τους ανταλλαχθέντες και εκδιωγμένων και στις δύο πλευρές. Ως άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 1 της Σύμβασης περίπου 360.000 μουσουλμάνοι της Ελλάδας όφειλαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να μετακινηθούν στην Τουρκία. Στα μέσα του 1925, 192.000 Ελληνορθόδοξοι και 355,000 μουσουλμάνοι είχαν αμοιβαία ανταλλαχθεί και εγκατασταθεί αντίστοιχα σε Τουρκία και Ελλάδα. Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι εκείνοι που καλύπτονταν από τη Σύμβαση γίνονταν αυτοδίκαια πολίτες του κράτους εγκατάστασης και έχαναν την προηγούμενη ιθαγένειά τους. Η ανταλλαγή και η συναφής ρευστοποίηση της περιουσίας τους συμπεριέλαβε και εκείνους που είχαν εγκαταλείψει τα σπίτια τους με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων μέχρι την υπογραφή της Σύμβασης και εκείνους που είχαν παραμείνει στα σπίτια τους. Παρ’ όλες τις σχετικές ρυθμίσεις και υποσχέσεις, τα θύματα της ανταλλαγής αποζημιώθηκαν ελάχιστα, και πολύ συχνά καθόλου.
Εν τέλει η Σύμβαση ρύθμισε de jure εν μέρει αυτό που ήταν μια de facto πραγματικότητα για εκατοντάδες χιλιάδες χριστιανούς και μουσουλμάνους πρόσφυγες, οι οποίοι εκδιώχθηκαν με άμεση ή έμμεση βία από το 1913 και ύστερα, από την Μικρά Ασία και την Θράκη, οι πρώτοι και τις Νέες Χώρες και τη Θεσσαλία οι δεύτεροι.
Η Σύμβαση της Λοζάνης εφάρμοσε επίσημα και μέσω του δικαίου εθνοκαθαρτικές πολιτικές (ο όρος αναφέρεται σε πολιτικές που αποσκοπούν στον αφανισμό και την εκρίζωση πληθυσμιακών ομάδων με εθνοτικά κριτήρια και την αντίστοιχη ομογενοποίηση εδαφών) αμφισβητούμενης νομιμότητας, καθώς, το εθνικό υποκρύπτεται πίσω από το θρησκευτικό κριτήριο ανταλλαξιμότητας. Ωστόσο δεν ήταν λίγα τα επιχειρήματα υπέρ της εξεύρεσης μιας ρεαλιστικής λύσης που θα έθετε οριστικά τέλος στην εληνοτουρκική αντιπαλότητα και την εδρέωση της ειρήνης στην περιοχή: Αφού η ύπαρξη των πλυθυσμών αυτών λειτουργεί ως μέσο αλυτρωτικών διεκδικήσεων και δημιουργεί δι-εθνοτικές συγκρούσεις τότε για να λύσουμε το πρόβλημα, ας εξαλείψουμε την ύπαρξη των πληθυσμών αυτών. Συνεπώς, συνεχίζει το επιχείρημα, θα έχουμε μακροπρόθεσμα οφέλη και στα δύο κράτη.
Από την άλλη πλευρά, η υποχρεωτικότητα της ανταλλαγής θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά παραβίαση του θεμελιώδους δικαιώματος, σύμφωνα με το σύγχρονο δίκαιο δικαιωμάτων του ανθρώπου, αλλά και της εποχής στην οποία συνάχτηκε. Επιχειρήματα ρεαλιστικού χαρακτήρα χρησιμοποιήθηκαν στη Λοζάνη αγνοώντας ζητήματα θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών της Ελλάδας και της Τουρκίας. Η τήρηση των ατομικών δικαιωμάτων των ανθρώπων των οποίων η μοίρα τέθηκε υπό διαπραγμάτευση, θεωρήθηκε ότι μπορούσε να παρακαμφθεί από τη συναίνεση των συμμετεχόντων στη διαπραγμάτευση κρατών. Έτσι, η τελική συμφωνία αποτελεί μια μνημειώδη για την ωμότητά της έκφραση της κρατικής βούλησης κατά των ίδιων τους των πολιτών, των δικαιωμάτων και των συμφερόντων τους.
Τα δύο βιβλία αποτελούν μια ψύχραιμη αναζήτηση των παραγόντων που οδήγησαν στην υποχρεωτικότητα της ανταλλαγής προσφέροντας στον αναγνώστη την διπλή όψη του ζητήματος, του ανθρωπιστικού και ρεαλιστικού.
Σύντομος βιβλιογραφικός οδηγός
R. Hirschon (επιμ.), 2003, Crossing the Aegean. An appraisal of the 1923 compulsory population exchange between Greece and Turkey, Berghahn Books, N. York/Oxford
S. Ladas, 1932, The exchange of minorities. Bulgaria, Greece and Turkey, McMillan, N. York
D. Pentzopoulos, 20032, The Balkan exchange of minorities and its impact upon Greece, Hurst & co., London
M. Pekin (επιμ.), 2005, Yeninden Kurulan Yaşamlar. 1923 Türk-Yunan Zorunlu Nüfus Mübadelesi, [Αναβιωμένες ζωές. Η υποχρεωτική ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών], Istanbul Bilgi Üniversitesi Yayınları, Ιstanbul
O. Yıldırım, 2002, Diplomats and Refugees: Mapping the Turco-Greek Exchange of Populations, 1922-1934, PhD dissertation, Department of Near Eastern Studies, Princeton University, Princeton
Π. Κιτρομηλίδης (επιμ.), 1992, Η Μικρασιατική Καταστροφή και η ελληνική κοινωνία, Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών 9
Κ. Τσιτσελίκης (επιμ.-εισγ), 2006, Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών. Πτυχές μιας εθνικής σύγκρουσης, Κριτική, Αθήνα
Bruce Clark, Δυο φορές ξένος, εκδ. Ποταμός, Αθήνα
ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ
ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ ΞΕΝΟΣ, του Bruce Clark, εκδ. Ποταμός, Αθήνα, 2007
Η ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΗ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ. ΠΤΥΧΕΣ ΜΙΑΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗΣ (επιμ. Κ. Τσιτσελίκης), εκδ. Κριτική, Αθήνα 2006
Αν και πέρασαν 80 χρόνια από τότε που αποφασίστηκε η διαβόητη «ανταλλαγή ελληνο-τουρκικών πληθυσμών» η συζήτηση σχετικά με τις αιτίες και τους όρους διεξαγωγής της, και κυρίως την τύχη των ανθρώπων που η μοίρα τους καθορίστηκε από αυτήν, η συζήτηση μπήκε σε νέες βάσεις, πρώτον όσον αφορά την νηφαλιότητά της και δεύτερον ότι ασχολείται και με τις δύο ομάδες που ανταλλάχθηκαν και όχι μόνο με την «δική μας πλευρά». Ύστερα από σιωπή πολλών ετών, η ελληνόγλωσση βιβλιογραφία εμπλουτίζεται από μία μονογραφία του βρετανού δημοσιογράφου Bruce Clark που μεταφράστηκε από τα αγγλικά και μία συλλογή άρθρων, 24 ελλήνων και τούρκων συγγραφέων που επιμελήθηκε ο υπογράφων. Τα βιβλία, αποτελούν καρπό του ερευνητικού πάθους των συγγραφέων να αναζητήσουν μέσα από βιβλιογραφική έρευνα αλλά και από συνεντεύξεις των τελευταίων επιζώντων της Ανταλλαγής τις πτυχές που παραμένουν στην σκιά των τετριμμένων αναλύσεων του εθνοκεντρισμού. Για την μία πλευρά, εάν οι Έλληνες πρόσφυγες είναι οι ήρωες και τα θύματα της καταστροφής ή του ξεριζωμού, οι άνθρωποι που ακολούθησαν την αντίστροφη πορεία αγνοούνται και με το ζόρι αντιμετωπίζονται ως αντίβαρο, ανεπαρκές και αυτό, στατιστικό μέγεθος. Για την άλλη πλευρά, οι μουσουλμάνοι, δυνάμει Τούρκοι, συρρέουν από την καταρρέουσα Αυτοκρατορία για να συμβάλουν στην συγκρότηση της νέας Τουρκίας. Το παρελθόν τους αποσιωπάται, και μαζί του οι πολιτισμικές και γλωσσικές ετερότητες που φέρνουν μαζί τους.
Πολιτικός ρεαλισμός που εξασφάλισε τους όρους της ειρήνης ή καταπάτηση των σημαντικότερον δικαιωμάτων των ανθρώπων αυτών; Πως υπηρέτησε η ανταλλαγή τις αντιμαχόμενες εθνικές ιδεολογίες; Πώς χρησιμοποιήθηκε το δίκαιο για την εξάλειψη των μειονοτήτων και παράλληλα για την προστασία εκείνων που έμειναν ως μειονότητες; Πώς αντιμετωπίστηκαν αυτοί που έμειναν και αυτοί που έφυγαν από τις δύο πλευρές; Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά έχουν δοθεί, ως επί το πλείστον, σύμφωνα με επιχειρήματα «εθνικού συμφέροντος».
Τα βιβλία αξίζουν την προσοχή του αναγνώστη που ενδιαφέρεται για ζητήματα της συγκρότησης του ελληνικού κράτους και έθνους, την ανταλλαγή ως ιστορικό γεγονός και ανθρώπινο δράμα. Τα κείμενα που ο αναγνώστης θα βρει στα βιβλία, φωτίζουν το καθένα με τον δικό του τρόπο, πτυχές της ανταλλαγής, που έχουν να κάνουν με τους ανθρώπους εκείνους οι οποίοι από τη θέση του υποκειμένου της ιστορίας, της δικής τους προσωπικής ή της κοινότητάς τους, βρέθηκαν έρμαιο, «υψηλών πολιτικών» και της στρατιωτικής συγκυρίας, στην κρισιμότερη φάση του ξεκαθαρίσματος των ελληνοτουρκικών λογαριασμών. Άνθρωποι οι οποίοι βρέθηκαν ακούσια, και εν μέρει εκούσια, στη δίνη εθνικιστικών συγκρούσεων, θύματα της διαδικασίας εθνοποίησης στην τελική και πιο επώδυνη πράξη διαχωρισμού (unmixing) πληθυσμών και εδαφών μεταξύ του ελληνικού και τουρκικού έθνους-κράτους, δηλαδή, μιας συγκρουσιακής διαδικασίας που είχε ξεκινήσει υπό άλλες συνθήκες ακριβώς έναν αιώνα νωρίτερα.
Mπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι η Ανταλλαγή αποφασίστηκε και διεκπεραιώθηκε με όρους ηγεμονικούς μεταξύ των κρατών παρακάμπτοντας τις βασικές αρχές που συνθέτουν την ιδιότητα του πολίτη. Ελλάδα και Τουρκία πάγωσαν για λίγο την ιστορία, εφάρμοσαν σχέσεις μη-νεοτερικές στους πολίτες τους, τούς οποίους αντιμετώπισαν ως «υπηκόους», ώστε αμέσως μετά την ανταλλαγή να εφαρμόσουν το εθνικό- νεοτερικό πρόγραμμα στο πλαίσιο της σχέσης κράτους/έθνους-πολίτη. Αυτό το πάγωμα της ιστορίας παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις συνιστώσες που διαμόρφωσαν και τελικά παγίωσαν στη συνέχεια την ιδεολογική συγκρότηση και των δύο κρατών με διαφορετικό τρόπο και περιεχόμενο.
Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών όπως επικυρώθηκε από τη Σύμβαση της Λοζάνης, πρέπει να γίνεται αντιληπτή στα πολιτικά και στρατιωτικά συμφραζόμενα της παράλληλης ανασυγκρότησης των δύο γειτονικών κρατών και κυρίως στην εμπέδωση του «μονο-εθνισμού». Στην Λοζάνη, έδαφος και πληθυσμοί αποτέλεσαν και πάλι το διακύβευμα στο διπλωματικό τραπέζι μεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας και των Δυνάμεων. Εκεί, Ελλάδα και Τουρκία κατέφυγαν στη χρήση στατιστικών δεδομένων με στόχο να διευρύνουν ή να μειώσουν τη δημογραφική παρουσία της μιας ή της άλλης ομάδας για την επίτευξη των μέγιστων εθνικών στόχων και για να αποδείξουν δεσμούς πληθυσμών με το έδαφος και το έθνος. Η Συνδιάσκεψη, πολλούς μήνες πριν καταλήξει σε οριστικές αποφάσεις για το μέλλον της Τουρκίας, συνέταξε την Σύμβαση της Λοζάνης, δηλαδή, ρύθμισε νομικά με μη αναστρέψιμο και υποχρεωτικό τρόπο την τύχη περίπου δύο εκατομμυρίων ανθρώπων. Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία που η διεθνής κοινότητα αποδέχτηκε και επέβαλε με υποχρεωτικούς όρους ξεριζωμό οριστικοποιώντας αλλά και μεγιστοποιώντας τα αποτελέσματα των κυμάτων προσφύγων που ήδη είχαν προηγηθεί.
Οι αποφάσεις που υιοθετήθηκαν στην Λοζάνη αποτελούν προϊόν συμβιβασμού αντίθετων επιδιώξεων των διαπραγματευτών. Είναι συνυφασμένες με τα ερωτήματα που καθορίστηκαν από τα πολιτικά συμφέροντα και το ιδεολογικό υπόβαθρο των δύο χωρών, αλλά και τις προσδοκίες και εκτιμήσεις τους για την επόμενη μέρα. Απαντήσεις σε ερωτήματα, όπως εάν η συνθήκη έπρεπε να θεμελιώνεται στην αρχή της ελεύθερης βούλησης των πληθυσμών ή στην υποχρεωτικότητα, σε ποιους θα εφαρμόζονταν η ανταλλαγή και ποιους θα εξαιρούσε, έπρεπε να πάρουν τη μορφή κανόνων δικαίου προσαρμοσμένων στη νέα κατάσταση.
Η Διάσκεψη της Λοζάνης ανέλαβε να προσδιορίζει τους όρους ίδρυσης της νέας Τουρκίας και των συνόρων της με την Ελλάδα (μεταξύ άλλων). Μάλιστα με χειρουργικό τρόπο εγκαθίδρυσε μια νέα εποχή στις δύο γειτονικές χώρες, όχι χωρίς τη συναίνεσή τους, επιβάλλοντας την ιδέα του «καθαρού εθνικού κράτους». Η υποχρεωτικού χαρακτήρα ανταλλαγή πληθυσμών αναμφισβήτητα αποτέλεσε το δραστικότερο μέσο για την επίτευξη του προγράμματος εθνικής ομογενοποίησης εξαλείφοντας σχεδόν το μειονοτικό φαινόμενο στην θρησκευτικο-εθνική του διάσταση, στο μέτρο που θεωρήθηκε ότι εξαρτάται από την γειτονική «μητέρα-πατρίδα», αλλά και συγκεντρώνοντας στο έδαφός τους πολύτιμο ανθρώπινο δυναμικό «πιστοποιημένης» πλέον εθνικής νομιμοφροσύνης.
Η Ελλάδα πλέον απέβλεπε αποκλειστικά στην εσωτερική της σταθερότητα και ανάπτυξη καταδικάζοντας του υπαίτιους της Μικρασιατικής Καταστροφής και αναλαμβάνοντας να εγκαταστήσει και να απορροφήσει οικονομικά και κοινωνικά τους πρόσφυγες. Ένα έργο γιγαντιαίο («το ανεπανάληπτο επίτευγμα» όπως εύστοχα ονομάζει ο Γ. Μαυρογορδάτος) το οποίο επηρέασε βαθιά την ελληνική κοινωνία σε όλες τις πτυχές της. Στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, η Τουρκία επιχειρούσε να επιβάλει το νέο πολιτικό και κοινωνικό πρόγραμμα σε πρωτάκουστες ιδεολογικές βάσεις με την αντικατάσταση των οθωμανικών δομών ύστερα από τα δεινά των συνεχών πολεμικών συγκρούσεων και της εδαφικής συρρίκνωσης.
Ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της ανταλλαγής, όπως και η έκταση των εξαιρέσεων συμφωνήθηκε ύστερα από δύσκολες διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας, της Κοινωνίας των Εθνών και των Δυνάμεων. Ο Nansen, διορισμένος από τη Γενική Συνέλευση της Κοινωνίας των Εθνών έπαιξε ρόλο κλειδί στην διαμόρφωση της τελικής διευθέτησης της ανταλλαγής. Η πρόταση της τουρκικής κυβέρνησης συζητήθηκε σε συνάφεια με το ποιοι πληθυσμοί θα εξαιρούνταν, καθώς η Ελλάδα επέμενε και κατοχύρωσε την παραμονή των Ελληνορθόδοξων της Κωνσταντινούπολης, Ίμβρου και Τενέδου, και βέβαια του Οικουμενικού Πατριαρχείου σε αντάλλαγμα με την εξαίρεση των Μουσουλμάνων της Δ. Θράκης. Ο İşmet πασάς επεδίωξε οι Τουρκο-μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης να εξαιρεθούν από την ανταλλαγή, ώστε να δημιουργηθεί ένα συμμετρικό αντίβαρο στην εξαίρεση των Ελληνορθόδοξων της Πόλης, την οποία, όπως διαφαινόταν κατά τη διαπραγμάτευση και την σταθερή θέση της ελληνικής αντιπροσωπείας δεν θα μπορούσε να αποφύγει. Προς στιγμήν οι τουρκόφωνοι χριστιανοί της Καππαδοκίας συζητήθηκε να εξαιρεθούν, αλλά αυτό δεν συνέβη. Αντίθετα οι «μουσουλμάνοι αλβανικής καταγωγής» (δηλαδή οι Τσάμηδες και άλλοι αλβανόφωνοι της Μακεδονίας, όπως και οι Ορθόδοξοι της Κιλικίας εξαιρέθηκαν σε ύστερη φάση. Ο Βενιζέλος δεν επιθυμούσε «να υποχρεώσει τον τουρκικό πληθυσμό να εγκαταλείψει την Ελλάδα», αλλά από την άλλη πλευρά όφειλε να λάβει υπόψη του τις πραγματικότητες που αφορούσαν τις ανάγκες των προσφύγων που ήδη είχαν εγκατασταθεί και που απαιτούσαν άμεσα στέγη, περίθαλψη και εργασία. Η υποδοχή των προσφύγων στην Ελλάδα δημιούργησε γιγαντιαία τεχνικά προβλήματα, την επίλυση των οποίων η αναχώρηση των μουσουλμάνων θα «διευκόλυνε». Όπως φαίνεται, η υποχρεωτικότητα της ανταλαγής αποφασίστηκε με γνώμωνα την μεγιστοποίηση των οφελών που θα είχαν τα κράτη από την αναχώρηση των μειονοτικών πληθυσμών, αλλά και την ανεύρεση πόρων για την εγκατάσταση των προσφύγων/ανταλλαχθέντων. Στο τέλος, όλοι οι συμμετέχοντες στη διάσκεψη αρνήθηκαν την πατρότητα της ιδέας περί υποχρεωτικότητας της ανταλλαγής.
Για πολιτικούς λόγους που αφορούσαν και τις δύο πλευρές, το άρθρο 2 της Σύμβασης της Λοζάνης εξαιρούσε από την ανταλλαγή τους μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης, η οποία είχε ήδη προσαρτηθεί στην Ελλάδα, και τους Ελληνορθόδοξους της Κωσταντινούπολης. Έτσι, στις 13.12.1922 έγινε αποδεκτή η αμοιβαία εξαίρεση, εκείνων οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι (établis) στις προσδιορισμένες περιοχές. Με το άρθρο 14 της Συνθήκης της Λοζάνης που συνομολογήθηκε έξι μήνες αργότερα (Ιούλιος 1923) οι ελληνορθόδοξοι πληθυσμοί της Ίμβρου και της Τενέδου συμπεριλήφθηκαν στην εξαίρεση. Η Τουρκία επιχείρησε να υπαγάγει τον προσδιορισμό των «εγκατεστημένων» σε στενή ερμηνεία (όροι τυπικής εγγραφής στα ληξιαρχικά βιβλία κατά τον οθωμανικό νόμο του 1914) κατά την πρακτική εφαρμογή της οποίας, θα έπρεπε η συντριπτική πλειοψηφία των μελών των κοινοτήτων της Κωνσταντινούπολης να υπαχθεί στο καθεστώς της ανταλλαγής. Ύστερα από προσφυγή της Ελλάδας, η υπόθεση εξετάστηκε από το Διεθνές Δικαστήριο Διαρκούς Δικαιοσύνης της Χάγης, το οποίο με γνωμοδότησή του έκρινε ότι ως «εγκατεστημένοι» [établis] πρέπει να θεωρούνται όσοι Έλληνες πολίτες διαμένοντες στην περιφέρεια της Νομαρχίας Κωνσταντινουπόλεως πριν από την 30η Οκτωβρίου 1918 και όχι μόνο όσοι είναι εγγεγραμμένοι στα ληξιαρχικά βιβλία της. Με την σύμβαση του 1930 επετράπη η (επαν)εγκατάσταση των ελλήνων πολιτών στην περιφέρεια της Κωνσταντινούπολης. Στο περιθώριο του ναυαγίου της ίδρυσης του κυπριακού κράτους, η σύμβαση καταγγέλθηκε το 1964 από την Τουρκία με αποτέλεσμα την άμεση απέλαση 12.000 ελλήνων πολιτών και πολλαπλάσιων οικείων τους. Στην Ελλάδα, οι μειονοτικοί της Θράκης εξαιρέθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 2β ως “μουσουλμάνοι” και όχι ως “Tούρκοι”, καθώς η θρησκεία ήταν κατά πολύ σημαντικότερο χαρακτηριστικό και άμεσα ανιχνεύσιμο, παρά η «εθνικότητα» και εξάλλου, όπως υποστηρίζει ο Baskın Oran στο άρθρο του, η Τουρκία επεδίωκε να παραμείνουν στην περιοχή όλοι οι μουσουλμάνοι και όχι μόνο οι Τούρκοι.
Η διαδικασία του ξεριζωμού και η νομιμοποίηση της προσφυγιάς ολοκληρώθηκε το 1930, και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα αργότερα, δημιουργώντας ανυπολόγιστο πόνο και απώλειες για τους ανταλλαχθέντες και εκδιωγμένων και στις δύο πλευρές. Ως άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 1 της Σύμβασης περίπου 360.000 μουσουλμάνοι της Ελλάδας όφειλαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να μετακινηθούν στην Τουρκία. Στα μέσα του 1925, 192.000 Ελληνορθόδοξοι και 355,000 μουσουλμάνοι είχαν αμοιβαία ανταλλαχθεί και εγκατασταθεί αντίστοιχα σε Τουρκία και Ελλάδα. Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι εκείνοι που καλύπτονταν από τη Σύμβαση γίνονταν αυτοδίκαια πολίτες του κράτους εγκατάστασης και έχαναν την προηγούμενη ιθαγένειά τους. Η ανταλλαγή και η συναφής ρευστοποίηση της περιουσίας τους συμπεριέλαβε και εκείνους που είχαν εγκαταλείψει τα σπίτια τους με το τέλος των Βαλκανικών Πολέμων μέχρι την υπογραφή της Σύμβασης και εκείνους που είχαν παραμείνει στα σπίτια τους. Παρ’ όλες τις σχετικές ρυθμίσεις και υποσχέσεις, τα θύματα της ανταλλαγής αποζημιώθηκαν ελάχιστα, και πολύ συχνά καθόλου.
Εν τέλει η Σύμβαση ρύθμισε de jure εν μέρει αυτό που ήταν μια de facto πραγματικότητα για εκατοντάδες χιλιάδες χριστιανούς και μουσουλμάνους πρόσφυγες, οι οποίοι εκδιώχθηκαν με άμεση ή έμμεση βία από το 1913 και ύστερα, από την Μικρά Ασία και την Θράκη, οι πρώτοι και τις Νέες Χώρες και τη Θεσσαλία οι δεύτεροι.
Η Σύμβαση της Λοζάνης εφάρμοσε επίσημα και μέσω του δικαίου εθνοκαθαρτικές πολιτικές (ο όρος αναφέρεται σε πολιτικές που αποσκοπούν στον αφανισμό και την εκρίζωση πληθυσμιακών ομάδων με εθνοτικά κριτήρια και την αντίστοιχη ομογενοποίηση εδαφών) αμφισβητούμενης νομιμότητας, καθώς, το εθνικό υποκρύπτεται πίσω από το θρησκευτικό κριτήριο ανταλλαξιμότητας. Ωστόσο δεν ήταν λίγα τα επιχειρήματα υπέρ της εξεύρεσης μιας ρεαλιστικής λύσης που θα έθετε οριστικά τέλος στην εληνοτουρκική αντιπαλότητα και την εδρέωση της ειρήνης στην περιοχή: Αφού η ύπαρξη των πλυθυσμών αυτών λειτουργεί ως μέσο αλυτρωτικών διεκδικήσεων και δημιουργεί δι-εθνοτικές συγκρούσεις τότε για να λύσουμε το πρόβλημα, ας εξαλείψουμε την ύπαρξη των πληθυσμών αυτών. Συνεπώς, συνεχίζει το επιχείρημα, θα έχουμε μακροπρόθεσμα οφέλη και στα δύο κράτη.
Από την άλλη πλευρά, η υποχρεωτικότητα της ανταλλαγής θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συνιστά παραβίαση του θεμελιώδους δικαιώματος, σύμφωνα με το σύγχρονο δίκαιο δικαιωμάτων του ανθρώπου, αλλά και της εποχής στην οποία συνάχτηκε. Επιχειρήματα ρεαλιστικού χαρακτήρα χρησιμοποιήθηκαν στη Λοζάνη αγνοώντας ζητήματα θεμελιωδών δικαιωμάτων των πολιτών της Ελλάδας και της Τουρκίας. Η τήρηση των ατομικών δικαιωμάτων των ανθρώπων των οποίων η μοίρα τέθηκε υπό διαπραγμάτευση, θεωρήθηκε ότι μπορούσε να παρακαμφθεί από τη συναίνεση των συμμετεχόντων στη διαπραγμάτευση κρατών. Έτσι, η τελική συμφωνία αποτελεί μια μνημειώδη για την ωμότητά της έκφραση της κρατικής βούλησης κατά των ίδιων τους των πολιτών, των δικαιωμάτων και των συμφερόντων τους.
Τα δύο βιβλία αποτελούν μια ψύχραιμη αναζήτηση των παραγόντων που οδήγησαν στην υποχρεωτικότητα της ανταλλαγής προσφέροντας στον αναγνώστη την διπλή όψη του ζητήματος, του ανθρωπιστικού και ρεαλιστικού.
Σύντομος βιβλιογραφικός οδηγός
R. Hirschon (επιμ.), 2003, Crossing the Aegean. An appraisal of the 1923 compulsory population exchange between Greece and Turkey, Berghahn Books, N. York/Oxford
S. Ladas, 1932, The exchange of minorities. Bulgaria, Greece and Turkey, McMillan, N. York
D. Pentzopoulos, 20032, The Balkan exchange of minorities and its impact upon Greece, Hurst & co., London
M. Pekin (επιμ.), 2005, Yeninden Kurulan Yaşamlar. 1923 Türk-Yunan Zorunlu Nüfus Mübadelesi, [Αναβιωμένες ζωές. Η υποχρεωτική ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών], Istanbul Bilgi Üniversitesi Yayınları, Ιstanbul
O. Yıldırım, 2002, Diplomats and Refugees: Mapping the Turco-Greek Exchange of Populations, 1922-1934, PhD dissertation, Department of Near Eastern Studies, Princeton University, Princeton
Π. Κιτρομηλίδης (επιμ.), 1992, Η Μικρασιατική Καταστροφή και η ελληνική κοινωνία, Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών 9
Κ. Τσιτσελίκης (επιμ.-εισγ), 2006, Η ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών. Πτυχές μιας εθνικής σύγκρουσης, Κριτική, Αθήνα
Bruce Clark, Δυο φορές ξένος, εκδ. Ποταμός, Αθήνα
0 yorum:
Yorum Gönder