ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΟΥΦΤΗ ΩΣ ΔΙΚΑΣΤΗ



Αζινλίκτσα
29
ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2007
Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης
Επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

Τους τελευταίους μήνες υπάρχει μία ασυνήθιστη κινητικότητα στην συγγραφή άρθρων και δημοσιευμάτων σχετικά με τον Μουφτή, το νομικό καθεστώς που διέπει τη θέση του και ειδικά τις δικαιοδοσίες του. Το βιβλίο του Γ. Κτιστάκι, και οι εκδηλώσεις των δικηγορικών συλλόγων Κομοτηνής και Ξάνθης, αλλά και λίγο παλαιότερα το συνέδριο του ΚΕΜΟ και LMV για τις θρησκευτικές ελευθερίες των μειονοτήτων σε Τουρκία και Ελλάδα (Κομοτηνή 2005) και άρθρα του γράφοντα, πυροδότησαν μια πρωτόγνωρη συζήτηση για το θέμα. Από τα άρθρα των Αμπτ. Δεδέ, του Γ. Δούδου, του Εβρέν Δεδέ, αλλά και του σοφολογιότατου Μουφτή Κομοτηνής Μέτσο Τζεμαλή, σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες καταγράφεται μια αντίδραση σε μια «διαφαινόμενη ενορχηστρωμένη επίθεση» στον θεσμό του Μουφτή και των δικαστικών του αρμοδιοτήτων από ανθρώπους που δεν ανήκουν στην μειονότητα. Δεν έχω την δυνατότητα να σχολιάσω όσα γράφτηκαν, γιατί θα αδικούσα ορισμένα επιχειρήματα των προαναφερόμενων αρθρογράφων τα οποία συμμερίζομαι σε κάποιο βαθμό, άλλα θα τα διατύπωνα διαφορετικά ή τέλος θα κατέθετα μια διαφορετική προβληματική. Αξίζει όμως ένα γενικότερο σχόλιο επί του θέματος.

Τα προβλήματα, που αφορούν το θεσμό του Μουφτή, διεκδικούν σε πρώτη ματιά, μια παράδοξη πρωτοτυπία, αν συγκριθούν με το σύνολο των ανακολουθιών, που χαρακτηρίζουν το καθεστώς της τουρκο-μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης: Ενώ συνήθως οι ασυμβατότητες και δυσαναλογίες, νομικής και πολιτικής φύσης, είναι εν γένει διακρισιακές σε βάρος της μειονότητας (βλ. ειδικές ρυθμίσεις στην εκπαίδευση, τα βακούφια, τον τρόπο ανάδειξης του Μουφτή), στην περίπτωση των δικαιοδοσιών του Μουφτή το θεσμικό καθεστώς σε ορισμένες περιπτώσεις υπερβαίνει τα συνταγματικά επιτρεπτά όρια σε όφελος μιας θρησκευτικής -ισλαμικής- δικαιοταξίας. Πέρα από τις νομικές ασυμβατότητες και τις συνακόλουθες πολιτικές επιπλοκές που την αφορούν, η θέση του Μουφτή στη μουσουλμανική κοινωνία της Θράκης θα πρέπει να εξετάζεται μέσα από ένα διπλό πρίσμα. Από τη μια πλευρά εκείνο της διαπάλης κατά τη δυναμική μετεξέλιξη των θεσμών και από την άλλη εκείνο των συντηρητικών δομών που διαιωνίζουν κάθε κατεστημένη ιεραρχία.
Το ερώτημα που γεννιέται σχετικά με τις προοπτικές «εκσυγχρονισμό» ενός πεπαλαιωμένου δικαιικού συστήματος (Ιερός ισλαμικός νόμος) είναι εάν ένα σύγχρονο νομικό σύστημα μπορεί να ανέχεται ή ακόμα και εάν θα έπρεπε να ενσωματώνει αρχές νομικού πλουραλισμού, δηλαδή την παράλληλη ισχύ κανόνων δικαίου οι οποίοι απευθύνονται σε διαφορετικές ομάδες με βάση την ένταξή τους σε διαφορετικές κοινότητες με βάση την θρησκεία.
Η προσπάθεια να προσδιορίσει κανείς τις νομικές συνιστώσες που διέπουν τη θέση του Μουφτή αποτελεί περίπλοκη άσκηση. Η ιεράρχηση των κανόνων δικαίου, εσωτερικού και διεθνούς, που οφείλει ο ερευνητής να προτάξει μεθοδολογικά δεν είναι εύκολο εγχείρημα, όταν μάλιστα προκύπτουν βασικές αμφιβολίες για τη νομική ισχύ ορισμένων διατάξεων. Δεν θα συμφωνήσω με επιχειρήματα απόρριψης τις πιθανότητας να ισχύει η Σύμβαση της Αθήνας, ως θεμέλιος λίθος των δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων του Μουφτή[1]. Το ζήτημα αυτό, όμως, δεν είναι το θεμελιακά σημαντικό. Στην μεταπολεμική εποχή η επιλογή της διατήρησης των μιλλετιστικού τύπου ιεροδικείων στη Θράκη είχε ασφαλώς να κάνει με πολιτικές επιλογές και όχι νομικών υποχρεώσεων, με την στενή έννοια. Σήμερα, θα έλεγα ότι η μεταβολή του καθεστώτος αυτού υπόκειται σε κανόνες διεθνούς δικαίου που επικαλύπτουν την Σύμβαση των Αθηνών και την Συνθήκη της Λοζάνης, η οποία εξάλλου δεν αναφέρεται ρητά σε ιεροδικαστήρια αλλά στην υποχρέωση της Ελλάδας «να σεβαστεί τα έθιμα, που απορρέουν από συγκεκριμένες θρησκευτικές πρακτικές». (άρθρο 42 παρ. 1). Η θεσμική επικράτηση των σύγχρονων δικαιωμάτων του ανθρώπου, και ειδικότερα της δίκαιης δίκης, της ισότητας των διαδίκων της διαφάνειας της διαδικασίας, του δικαιώματος σε έφεση, την ισότητα άντρα–γυναίκας ασφαλώς θα πρέπει να ιδωθεί ως η θεμελιώδης αρχή που προσανατολίζει και καθορίζει το περιεχόμενο του κράτους δικαίου που αποτελεί το θεμέλιο της σημερινής έννομης τάξης της Ελλάδας.
Το ερώτημα όμως που πρέπει να μας απασχολεί είναι κατά πόσο θα μπορούσε να υπάρχει ένα παράλληλο δικαιοδοτικό σύστημα, σε θέματα προσωπικού δικαίου, κυρίως οικογενειακού δικαίου το οποίο θα ικανοποιούσε το αίσθημα του συνανήκειν μιας μειονοτικής ομάδας, της οποίας η ταυτότητα βασίζεται σε διαφορετικές φιλοσοφικές/θρησκευτικές πεποιθήσεις από την πλειοψηφία και την κρατούσα δικαιοταξία. Ορθά θα υποστήριζε κανείς ότι μια τέτοια διαφοροποίηση δεν μπορεί να παραβιάζει βασικές αρχές της δημόσιας τάξης (με την έννοια του ελληνικού δημοσίου δικαίου) ή την προϊούσα ευρωπαϊκή έννομη τάξη. Υπάρχει δυνατότητα να εξελιχθεί ένα παράλληλο νομικό σύστημα που θα αφορά τμήμα μόνο της έννομης τάξης; Κρίσιμο στοιχείο είναι ο τρόπος υπαγωγής στην μία ή την άλλη δικαιοδοσία. Ασφαλώς θα πρέπει να καθιερωθεί και στην πράξη η ελεύθερη επιλογή του ενός ή του άλλου δικαιοδοτικού συστήματος χωρίς κοινωνικούς καταναγκασμούς. Η υποχρεωτική παραπομπή δηλαδή σε συγκεκριμένο δικαστή βάσει των θρησκευτικών πεποιθήσεων του πολίτη εγείρει μια σειρά προβλήματα των οποίων η ανάλυση περισσεύει στον χώρο αυτό.
Αυτό που κατ’επανάληψη έχω προτείνει είναι ότι το εφαρμοστέο Ιερό Δίκαιο θα πρέπει να εξελιχθεί (όπως εξάλλου ήδη έχει εξελιχθεί και στη Θράκη και αλλού) σε μορφή, δικονομία και περιεχόμενο ώστε να παρακολουθεί τις κοινωνικές αλλαγές και συνθήκες. Ήδη ο Εβρέν Δεδέ πρότεινε την τροποποίηση του κληρονομικού δικαίου, άποψη την οποία προσυπογράφω, αν και το παράδειγμα με την απόφαση του Αρείου Πάγου που αναφέρει δεν είναι απόλυτα εύστοχο. Θα επέκτεινα την πρόταση και σε θέματα οικογενειακού δικαίου, εκεί δηλαδή που βιώνεται στην καθημερινότητα το πρόβλημα. Παράλληλα θα πρέπει να κατοχυρωθούν μια σειρά δικονομικών εγγυήσεων υπέρ των διαδίκων, δηλαδή εφαρμογή του δικαιώματος στην «χρηστή δίκη», όπως υποχρεωτική παράσταση με δικηγόρο, ισότητα των όπλων, δεύτερος βαθμός εκδίκασης της υπόθεσης, ουσιαστικός έλεγχος συνταγματικότητας, αιτιολόγηση της απόφασης, κλπ.
Πέρα από ζητήματα που αναδεικνύουν νομικά προβλήματα, όπως συζητήθηκαν παραπάνω, το νομικό καθεστώς που διέπει την εσωτερική κοινωνική τάξη της μουσουλμανικής μειονότητας δεν αποτελεί τη μόνη συνιστώσα του θεσμού του Μουφτή. Η πολυ-πολιτιστική ενσωμάτωση, η διατήρηση της πολιτιστικής-θρησκευτικής ταυτότητας της μειονότητας και οι σχέσεις μεταξύ ατομικών δικαιωμάτων και συλλογικής ταυτότητας εκφράζονται μέσα από τη διαπάλη των φορέων εξουσίας και της κοινωνικής εξέλιξης που τη χαρακτηρίζει μέσα από μία δυναμική σχέση. Η διατήρηση των σχέσεων αυτών μέσα από την εφαρμογή κανόνων θρησκευτικής φύσης έχει καταστήσει τη μουσουλμανική κοινωνία της Θράκης ιδιαίτερα στατική. Η στατικότητα αυτή μπορεί να αποδοθεί εν μέρει στη διαδικασία συγκρότησης της ταυτότητας της μειονότητας επιτελέστηκε στην «μιλλετιστική» αντίληψη που κληροδοτήθηκε στο ελληνικό δίκαιο, παράλληλα με την ολοκλήρωση των εθνοποιητικών διεργασιών. Έτσι, ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του 1980, έθνος (τουρκικό) και Ισλάμ έπαψαν να αποτελούν ανταγωνιστικές ιδεολογίες.
Κατά την εξέταση του ειδικού νομικού καθεστώτος προστασίας της θρησκευτικής ιδιαιτερότητας της μειονότητας και της θέσης του Μουφτή, θα πρέπει να λαμβάνει κανείς υπόψη του την ανάγκη προστασίας της θρησκευτικής ελευθερίας της μειονότητας, πλευρά της οποίας είναι η προστασία των θεσμών της, αλλά και την τήρηση της προϋπόθεσης ότι οι θεσμοί αυτοί δεν αντίκεινται σε θεμελιώδεις αρχές της ευρωπαϊκής έννομης τάξης (βλ. ελευθερία της ανεξιθρησκίας, ισότητα των φύλων). Το περιεχόμενο της τελευταίας θα πρέπει να γίνεται αντιληπτό με γνώμονα την ανάπτυξη της προσωπικότητας, δηλαδή την μεγιστοποίηση των ευκαιριών στη συμμετοχή στην κοινωνική, πολιτική και οικονομική ζωή -χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η αρχή αυτή λειτουργεί υπέρ αφομοιωτικών μηχανισμών.
Έτσι, η κωδικοποίηση και η συστηματική μελέτη του τμήματος του Ιερού Νόμου που εφαρμόζεται στην Θράκη είναι απαραίτητη όχι μόνο για τη διασφάλιση της απονομής της δικαιοσύνης, αλλά κυρίως για την κατανόηση και την εφαρμογή κανόνων δικαίου στην ελληνική έννομη τάξη, όχι σαν να πρόκειται ξένο σώμα ή ότι οι αποφάσεις των ιεροδικείων είναι ανυπόστατες, όπως δυστυχώς ακούστηκε και γράφτηκε στην πρόσφατη συζήτηση, αλλά ως ελληνικό δίκαιο που είναι, χωρίς να αντίκειται σε θεμελιώδεις αρχές προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων και παράλληλα αποσκοπώντας στη διατήρηση των θρησκευτικών και πολιτισμικών διακριτικών χαρακτηριστικών της μειονότητας.
Από την άλλη πλευρά, το νομικό καθεστώς που διέπει τη θέση το Μουφτή δεν μπορεί να αποξενωθεί από τις πολιτικές φορτίσεις που είναι συνυφασμένες με αυτήν, ούτε από την κοινωνική σπουδαιότητα που τον αναδεικνύει σε πρόσωπο αναφοράς για τα μέλη μιας κοινωνικής ομάδας που συνδέονται μεταξύ τους με ισχυρούς θρησκευτικούς δεσμούς. Η ανάδειξη ενός συστήματος Μουφτειών παράλληλου προς τις αναγνωρισμένες από το νόμο διαμόρφωσε ένα παράλληλο θεσμικό χώρο με κυρίως πολιτική σημασία. Το ζήτημα της εκλογής δύο «παράλληλων» Μουφτήδων (και την αποτυχημένη προσπάθεια ποινικοποίησης της θέσης τους από τις ελληνικές αρχές) αποτελεί μια επιπρόσθετη συνιστώσα στην εξέταση της όλης προβληματικής, καθώς ο άμεσος πολιτικός ανταγωνισμός που υποβόσκει μεταξύ των της ελληνικής και της τουρκικής πολιτικής τορπιλίζει τις κοινωνικές δυναμικές που θα μπορούσαν να επαναπροσδιορίσουν τη θέση του Ισλάμ στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία.
Οι ασυμβατότητες που διαπιστώθηκαν παραπάνω δεν είναι τεχνικά δύσκολο να θεραπευτούν. Απαιτείται όμως πολιτική τόλμη και προσεκτική προεργασία ώστε να συμβάλουν στην ομαλοποίηση των εσωτερικών και εξωτερικών σχέσεων της μειονότητας. Απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί ο ουσιαστικός διάλογος και η αποφυγή του ηγεμονικού λόγου, η ρητορική του οποίου προσπαθεί να επιβάλει στάσεις και πρακτικές. Δείγματα τέτοιου λόγου εκφράζονται και μέσα και έξω από την μειονότητα. Στο δίλημμα «να καταργηθούν οι δικαιοδοτικές αρμοδιότητες του Μουφτή» ή να «παραμείνουν όπως έχουν» θα πρέπει να αναζητήσουμε έναν άλλο δρόμο για αναθεώρηση μεν του δικαιοδοτικού συστήματος σύμφωνα με τις αρχές που αναφέρθηκαν παραπάνω, αλλά μέσα από μια διαλεκτική διαδικασία της συναίνεσης.
Αζινλίκτσα
29
ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2007
[1] Δεν θα αναλύσω του λόγους που κατά το διεθνές δίκαιο μπορεί να παύσει μια διεθνής συνθήκη μερικώς η στο σύνολό της παύσει να ισχύει, αλλά ενδεικτική είναι η δήλωση του Υπουργού Εξωτερικών το 1925 ότι οι διατάξεις της Σύμβασης των Αθηνών για την ισχύ του προσωπικού δικαίου των μουσουλμάνων διατηρούνται σε ισχύ, καθώς ούτε η Συνθήκη της Λοζάνης ρητά το καταργεί ούτε γενικότερα ο πόλεμος καταργεί διατάξεις σχετικά με την εφαρμογή ιδιωτικού δικαίου (ο υπ. Εξωτερικών, Αθήνα, 12.6.1925, Ιστορικό Αρχείο ΥΠΕΞ, Φ. 1927, 93.3).

0 yorum: