Μικρές αλήθειες για την Μειονότητα της Θράκης

Azınlıkça
Ekim 2006
Sayı 23
Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης

Τον τελευταίο μήνα η μειονότητα της Θράκης επανήλθε δυναμικά στο προσκήνιο της επικαιρότητας. Δυστυχώς, κακής ποιότητας πληροφορίες και αναλύσεις έσπευσαν να υπηρετήσουν την «εθνική ορθότητα» κατά το δοκούν. Μάλιστα όποιος τολμά να προτείνει βελτιώσεις στο σχετικό νομικό πλαίσιο βρίσκεται στο στόχαστρο της επικαιρότητας. Από τα πολλά, θα σχολιάσω τα εξής, τα οποία έχουν άμεση σχέση με την Συνθήκη της Λοζάνης.
Η Συνθήκη της Λοζάνης, ο θεωρούμενος από την Ελλάδα, την Τουρκία και την ίδια την μειονότητα ακρογωνιαίος λίθος νομικής προστασίας δεν είναι παρά ένα κείμενο διεθνούς δικαίου «παλαιάς κοπής», το οποίο κάποτε –ως συνήθως- θα τροποποιηθεί. Ήδη ορισμένες διατάξεις έχουν τροποποιηθεί σιωπηρά, χωρίς κανείς να το μνημονεύει. Ωστόσο, κάθε αναφορά για τα κακώς κείμενα στο χώρο της μειονότητας επιβάλλει στους εκπροσώπους των κομμάτων και της κυβέρνησης αυτοματικά να μας υπενθυμίζουν ότι πάνω απ’ όλα «οφείλουμε τυφλή υπακοή στην Συνθήκη της Λοζάνης». Από πότε, όμως, η αμφισβήτηση της καταλληλότητας του ισχύοντος δικαίου αποτελεί πολιτικό ολίσθημα για το οποίο κάποιος πρέπει να απολογείται; Η διατήρηση του ίδιου νομικού πλαισίου επί 80 χρόνια, συντήρησε βολικά την λογική των «ευαίσθητων θεμάτων εθνικής σημασίας», η οποία άνοιξε την πόρτα στην επιβολή «ειδικών πολιτικών» με την μορφή της «εξαίρεσης». Αποτέλεσμα αυτού, η συντήρηση μια ρητής ή λανθάνουσας υποψίας ότι ο «εθνικά άλλος» δεν μπορεί να είναι καθ’ όλα ισότιμος ως μη «γνήσιος Έλληνας». Έτσι υπονομεύεται η οικοδόμηση κοινωνικών σχηματισμών αλληλεγγύης, που προϋποθέτει η κοινότητα των πολιτών. Ο αντίστοιχα «ευρηματικός» τουρκικός εθνικισμός δημιουργεί τις δικές του βολικές διαστάσεις του μειονοτικού φαινομένου και επιβάλλεται ηγεμονικά στην μειονότητα της Θράκης.
Η διαπίστωση του χαρακτήρα μιας μειονότητας (εθνικός, θρησκευτικός, γλωσσικός) δεν μπορεί να υποδεικνύεται για αποκλειστική χρήση από νομικά κείμενα, καθώς αποτελεί κοινή γνώση ότι η ύπαρξη μιας μειονότητας είναι πραγματικό γεγονός και όχι νομικό (Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, 1930). Επίσης διότι οι μειονότητες συγκροτούνται μέσα από πολλαπλές επάλληλες ταυτότητες, εθνικές, εθνοτικές, γλωσσικές και θρησκευτικές και μάλιστα μεταβαλλόμενες στον χρόνο. Η Συνθήκη της Λοζάνης αποδίδει δικαιώματα στα άτομα που ανήκουν στην μειονότητα μέσω της θρησκείας τους, σύμφωνα με την λογική του μιλλέτ (ο οθωμανικός πρόδρομος του έθνους θεμελιωμένος σε θρησκευτικές κατηγορίες), και δεν αναγνωρίζει υποχρεωτικά έναν συγκεκριμένο τύπο μειονότητας. Αν αποδεχόμασταν τον ακραίο φορμαλισμό του επιχειρήματος θα έπρεπε να αποκαλούμε και τους Έλληνες της Τουρκίας «μη μουσουλμάνους», σύμφωνα με το γράμμα της Συνθήκης. Η τρέχουσα συζήτηση αγνοεί παντελώς την ιστορικότητα των φαινομένων και την πολυπλοκότητά της. Ασφαλώς όταν ο Βενιζέλος (όπως και πολλοί Έλληνες αξιωματούχοι) αποκαλούσε την μειονότητα «τουρκική» κατά τις δεκαετίες του 1920 και 30 ασφαλώς δεν θα φαντάζονταν ότι εάν ζούσε στις αρχές του 21ου αιώνα θα έπρεπε να απολογηθεί για τον χαρακτηρισμό αυτό. Ούτε θα φανταζόταν ότι η Τουρκική Ένωση Ξάνθης, που ιδρύθηκε νομότυπα το 1927/1936, σήμερα θα χαρακτηριζόταν δημόσια «παράνομη» και ότι τα μέλη της θα έπρεπε να καταθέτουν δηλώσεις νομιμοφροσύνης και προσδιορισμού της «καταγωγής» τους. Μήπως τα ίδια δεν έπαθαν και οι ελληνικοί σύλλογοι στην Τουρκία παλαιότερα; Η επιβολή του όρου «θρησκευτική μειονότητα» με αποκλειστική χρήση επιβλήθηκε τα τελευταία 30 χρόνια για «εθνικούς λόγους» και έκτοτε άρχισε το κυνήγι μαγισσών, δηλαδή όσων δήλωναν Τούρκοι.
Η ρήτρα της αμοιβαιότητας, την οποία τόσο συχνά επικαλούνται Ελλάδα και Τουρκία ρητά απαγορεύεται από το σχετικό διεθνές δίκαιο. Η αμοιβαιότητα είναι μια πολιτικού χαρακτήρα τεχνική απενεχοποίησης και αυτο-νομιμοποίησης μέτρων που αποβλέπουν στον πέρα των ορίων έλεγχο και χειραγώγηση των μειονοτήτων. Συχνά η αμοιβαιότητα συνδράμει σε ηθικού τύπου επιχειρήματα αντεκδίκησης ή τήρησης (ακόμη και πληθυσμιακών) ισορροπιών. Έτσι, η πρακτική της άσκησης αμοιβαίας πολιτικής με την Τουρκία (ενίοτε με τη μορφή αντιποίνων) εδραιώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν άρχισε να ενεργοποιείται το τρίγωνο Θράκη-Κωνσταντινούπολη-Κύπρος με τα γνωστά αποτελέσματα. Δυστυχώς και σήμερα ακόμη η εφαρμογή της αμοιβαιότητας (σε θέματα διαχείρισης των βακουφίων, σχολείων κλπ.) αποτρέπει την «κανονικοποίηση» των μειονοτικών ζητημάτων και την ρύθμισή τους με γνώμονα τις βασικές αρχές δικαίου που αυτονόητα ισχύουν για κάθε έλληνα πολίτη μετά την μεταπολίτευση.
Τέλος, ένα σύντομο σχόλιο για τον «εξωτικό» θεσμό του Μουφτή: Δύο είναι τα καίρια ζητήματα που πρέπει να συζητηθούν. Ο τρόπος ανάδειξης (εκλογή από τους πιστούς ή διορισμός από την κυβέρνηση) και η ιδιότητα του ιεροδίκη (εφαρμογή του Ιερού Δικαίου σε διαφορές οικογενειακού χαρακτήρα). Η διατήρηση δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων αποτελεί απολίθωμα από την εποχή του μιλλέτ, το οποίο δύσκολα αντέχει σε σύγκριση με το ευρύτερο ευρωπαϊκό αξιακό και δικαιικό σύστημα. Η διαιώνιση του θεσμού ασφαλώς δεν έχει να κάνει με την γενναιοδωρία των ελληνικών κυβερνήσεων προς την μειονότητα, αλλά αποτελεί μια μορφή θεσμικού αποκλεισμού από τους ευρύτερους μηχανισμούς κοινωνικής εξέλιξης. Η διατήρηση των δικαστικών αρμοδιοτήτων στο πρόσωπο του Μουφτή, καθώς ο δικαστής δεν είναι δυνατόν να εκλέγεται, καθιστά το δίλημμα «διορισμός ή εκλογή» του Μουφτή-δικαστή έναν εύσχημο τρόπο αποφυγής της δυνατότητας ή, μάλλον, του δικαιώματος της μειονότητας να επιλέγει τους θρησκευτικούς της αρχηγούς στα πλαίσια της νόμιμης αυτοδιαχείρισης των θεσμών της. Οι σημερινοί περιορισμοί στο δικαίωμα αυτό δύσκολα θα άντεχαν στον έλεγχο του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, ως προς το περιεχόμενο της θρησκευτικής ελευθερίας κατά την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Από το 1923, οι θρησκευτικοί θεσμοί της μειονότητας αποτελούν γόνιμο έδαφος για πολιτικούς ανταγωνισμούς και σύγκρουση εθνικών ιδεολογιών, μέσα από ένα παντοδύναμο πελατειακό σύστημα, και από τις δύο πλευρές. Η παράλληλη ύπαρξη δύο «αντίπαλων» Μουφτήδων σε Ξάνθη και Κομοτηνή αντανακλά παραδειγματικά την αντιπαράθεση των «εθνικών πολιτικών» Ελλάδας και Τουρκίας.
Εν κατακλείδι, η συζήτηση που διεξάγεται τις ημέρες αυτές θα έπρεπε να λάβει υπόψη της ότι οι συγκρούσεις που αφορούν την τουρκο-μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης δεν είναι θρησκευτικές, αλλά κυρίως εθνικές και ιδεολογικές, οι οποίες διεξάγονται με πολιτικούς όρους. Ότι η μειονότητα αποτέλεσε στόχο διακρισιακών πολιτικών μέχρι πρόσφατα, ότι είναι δακτυλοδεικτούμενη και χειραγωγούμενη σήμερα είναι αποτέλεσμα σύνθετων διεργασιών στις οποίες δεν συμμετέχουν μόνον οι «άλλοι» αλλά και «εμείς»

0 yorum: