Χορεύοντας με τους λύκους

Αζινλίκτσα
Τεύχος:33
Σεπτέμβριος 07
Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης
ktsitselikis@yahoo.com

Στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές στην Θράκη, ιδιαίτερα κατά την προεκλογική περίοδο, είδαμε τον εθνικιστικό λόγο να ανθεί και να ξαπλώνει τα πλοκάμια του αναπάντεχα γρήγορα. Αυτή τη φορά όχι τόσο τον πλειονοτικό ελληνικό, ο οποίος έχοντας την ασφάλεια ότι παίζει «εντός έδρας» δεν ξοδεύεται χωρίς λόγο, αλλά τον μειονοτικό τουρκικό, ο οποίος αναγκαστικά κινείται στα στενά περιθώρια του κοινοτισμού και της ηγεμονικής σχέσης που επιβάλλει η «μητέρα-πατρίδα». Την φορά αυτή, η μαζικότητα του συνθήματος «η τουρκική ψήφος σε Τούρκο υποψήφιο» ελαχιστοποίησε την συζήτηση και απέτρεψε τη διατύπωση αντίθετης γνώμης. Ωστόσο, η εκλογική προτίμηση με εθνοτικά-θρησκευτικά κριτήρια είναι φαινόμενο τόσο παλιό όσο παλιές είναι και οι μειονότητες. Θα ήταν άσκοπο να αναλύσουμε το θέμα, καθώς είναι στενά συσχετισμένο με το εθνικό συνανήκειν μιας μειονοτικής ομάδας και την ανάγκη της να κατοχυρώσει με αυτόν τον τρόπο τις αντικειμενικά περιορισμένες δυνατότητες αντιπροσώπευσης στο κοινοβούλιο. Αντιπροσώπευσης μέσω βουλευτών επειδή ανήκουν στην εθνική ομάδα και όχι λόγω ιδεολογικών συγγενειών, οι οποίες θεωρητικά θα έπρεπε να συνδέουν την εκλογή κάθε βουλευτή με το αντίστοιχο τμήμα των ψηφοφόρων του. Στην περίπτωση των μειονοτήτων θα μπορούσε να πει κανείς ότι αφού δεν υπάρχει η πολυτέλεια να εκπροσωπηθεί με πολλούς βουλευτές, οι οποίοι να εκφράζουν περισσότερα ιδεολογικά ρεύματα, και με την απαξία που αντιμετωπίζουν από την κυρίαρχη ελληνική ιδεολογία και τους θεσμούς, τότε ίσως θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μια τέτοια συντηρητική και εσωστρεφής πρακτική.
Η πρόσφατη συζήτηση σχετικά με την ανάγκη εκλογής μειονοτικών βουλευτών υποστήριξε την ιδέα τα κόμματα να ορίζουν έναν και μόνο υποψήφιο από την μειονότητα με σκοπό να συγκεντρώνει περισσότερες πιθανότητες εκλογής. Εάν, με όρους σκοπιμότητας, μαθηματικά έχει νόημα η πρόταση, πολιτικά και ιδεολογικά είναι έκδηλα αντιφατική, και στρέφεται κατά της ίδιας της μειονότητας: οι πλειονοτικοί κομματικοί ιθύνοντες έχουν την αποκλειστική αποφασιστική αρμοδιότητα να επιλέξουν εκείνους που θα είναι μόνοι υποψήφιοι και άρα με πολλές πιθανότητες να εκλεγούν βουλευτές. Ο ρόλος του μειονοτικού ψηφοφόρου γίνεται απλά διαδικαστικός, αφού του αφαιρείται η δύναμη της επιλογής δηλαδή η ουσία της δημοκρατικής διαδικασίας. Εθνική ψήφος, λοιπόν, ακόμα και εάν αποφασίζουν άλλοι (αντικειμενικά οι «Έλληνες») για εμάς. Το πρόβλημα όμως δεν τελείωσε εκεί. Η ρητορική της ψήφου υπέρ των μειονοτικών υποψηφίων στην βάση του τουρκισμού τους προχώρησε επιθετικά στα χρώματα του γκρίζου: «Όχι ψήφο στους γκιαούρηδες», «όποιος μειονοτικός ψηφίσει γκιαούρη να τον αποκλείσουμε κοινωνικά». Ο ιδεολογικός έλεγχος και εκφοβισμός πέρασε μέσα από προεκλογικές συναντήσεις των υποψηφίων, δημοσιογράφων, ιερωμένων κλπ. που αν και είχαν το ρόλο προώθησης των υποψηφίων, πήρε τον αυτιστικό χαρακτήρα μιας αναδίπλωσης του τουρκικού εθνικισμού προς τα μέσα, ορίζοντας με μεγάλη καθαρότητα τα όρια διαφοροποίησης: «εμείς οι Τούρκοι, δεν μπορούμε να έχουμε με τους γκιαούρηδες καμία ιδεολογική συμπόρευση, καμία συνεργασία».
Οι επιπτώσεις της εκούσιας διάχυσης τέτοιων δηλώσεων μέσω εφημερίδων, τηλεοράσεων και κυρίως του διαδικτύου έφερε την αναμενόμενη αντίδραση των ελλήνων εθνικιστών: «έχουμε δίκιο όταν λέμε ότι κρύβουμε φίδια στον κόρφο μας», πλειοδοτώντας κάθε φύσης επιχειρήματα για τον έλεγχο της μειονότητας και υπονοώντας το θεμιτό της επιβολής κάθε είδους «εξαιρετικής μεταχείρισης» πέρα από τα όρια του κράτους δικαίου. Έτσι, η συσπείρωση του τουρκικού εθνικισμού ανατροφοδοτεί τον ομογάλακτο ελληνικό εθνικισμό χρησιμοποιώντας τα ίδια μέσα και τα ίδια ιδεολογικά σχήματα και φέρνει σε δυσμενή θέση όσους προσπαθούν να στήσουν γέφυρες διαλόγου και συνεργασίας πέρα από εθνο-θρησκευτικές διαφοροποιήσεις. Οι αντίπαλοι έσυραν μέσα σε λίγες μέρες την κοινωνία της Θράκης στο παρελθόν κάνοντας μεταβολή στη θέα προοπτικών όσμωσης. Ιδιαίτερα η τουρκική μειονότητα αυτοεγκλωβίστηκε σε διχασμούς και ερωτήματα που έχουν απαντηθεί εδώ και πολλές δεκαετίες: οι εθνοτικές διαιρέσεις είναι αδιέξοδες και χωρίς κανένα άλλο σκοπό πέρα από την αυτοεπιβεβαίωση του εθνικισμού και της εξουσίας των φορέων του.
Η μειονότητα (όπως βέβαια κάθε κοινωνικό σύνολο) δεν έχει την πολυτέλεια για πισωγυρίσματα. Ο αυτιστικός εθνικισμός τρέφει συμφέροντα που συντηρούνται βολικά αμοιβαία και από τις δύο εθνικά δήθεν αντίπαλες ομάδες. Το δυσάρεστο είναι ότι οι φωνές που εναντιώνονται στις ολοκληρωτικές λογικές του μαντριού πνίγονται. Ιδίως όταν το μαντρί είναι γεμάτο λύκους.

0 yorum: