Περί «αλλοδαπών» και «ομογενών»: Όψεις μιας μετέωρης μεταναστευτικής πολιτικής

Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης
Επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
ktsitselikis@yahoo.com

Αζινλίκτσα 32
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 2007


Περί «αλλοδαπών» και «ομογενών»:
Όψεις μιας μετέωρης μεταναστευτικής πολιτικής


Η ελληνική πολιτική έμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα αδρανής απέναντι στο φαινόμενο της εισροής μεταναστών στην χώρα. Ο Ν. 1975/1991 έθεσε για πρώτη φορά τους όρους νομιμότητας για τα βασικά ζητήματα εισόδου, διαμονής και εργασίας για το σύνολο των μεταναστών. Ξανά το 1997 υιοθετήθηκαν ειδικοί όροι για την νομιμότητα διαμονής και εργασίας με στόχο την ομαλοποίηση της μετανάστευσης και την μείωση των ποσοστών παρανομίας, καθώς είχε γίνει σαφές ότι η νομιμότητα αποτελεί το κατώφλι για την κοινωνική ένταξη και την μείωση της περιθωριοποίησης και της συναφούς εγκληματικότητας. Η εφαρμογή διαδικασίας νομιμοποίησης των αλλοδαπών μεταναστών, των μη «ομογενών», άρχισε το 1998 (σύμφωνα με τα Πρ. Διατάγματα 358 και 359/1997) και κάλυψε ένα μεγάλο ποσοστό, όχι όμως ικανοποιητικό του συνόλου των αλλοδαπών. Αντίθετα, οι «ομογενείς» ή «παλιννοστούντες» έτυχαν μιας προνομιακής, αν και χαοτικής, πολιτικής απόδοσης ιθαγένειας. Η ανάγκη για εκσυγχρονισμό, μεγαλύτερη ευελιξία και μείωση της γραφειοκρατίας στις διαδικασίας «γέννησε» τον Ν. 2910/2001, ο οποίος αναθεωρήθηκε το 2002 (Ν. 3013/2002), ύστερα από παρέμβαση αρμόδιων φορέων και κυρίως του Συνηγόρου του Πολίτη για τις ασάφειες και τα κενά που είχε. Τα νομοτεχνικά προβλήματα όμως παρέμειναν, και κυρίως χωρίς να έχει χαραχτεί ξεκάθαρη μεταναστευτική πολιτική. Ύστερα από πιέσεις των ενδιαφερόμενων φορέων, υιοθετήθηκε ο Ν. 3386/2005 με τον οποίο ορίζεται η τρίτη φάση νομιμοποίησης των μεταναστών. Παράλληλα «νοικοκυρεύτηκε» ο Κώδικας Ελληνικής Ιθαγένειας, χωρίς όμως θεαματικές βελτιώσεις στο περιεχόμενο, καθώς η μεταναστευτική πολιτική της Ελλάδας παραμένει χωρίς συγκροτημένη στόχευση και προσανατολισμό.
Γενικά, τα ελλείμματα της μεταναστευτικής πολιτικής, αλλά και τις εφαρμογής της, που σχετίζονται άμεσα ή έμμεσα με το ζήτημα της ιθαγένειας μπορούν να συνοψιστούν ως εξής :
• Οι δυσκολίες και οι περιορισμοί στην εφαρμογή των δικαιωμάτων των μεταναστών (πχ οικογενειακή συνένωση)
• Η καταχρηστική και ανεξέλεγκτη διαδικασία της διοικητικής απέλασης
• Η απαξιωτική αντιμετώπιση των μεταναστών από την αστυνομία και γενικότερα τη δημόσια διοίκηση
• Η κτήση της ελληνικής ιθαγένειας γίνεται με ιδιαίτερα περιοριστικούς όρους με βάση το δίκαιο του αίματος
• Η πλημμελής προστασία των εργασιακών δικαιωμάτων
• Η απουσία διαλόγου και διαδικασιών συμμετοχής των αλλοδαπών στην λήψη αποφάσεων που τους αφορούν
• Η απουσία θεσμικής συμμετοχής στις πολιτικές διαδικασίες (πχ δικαίωμα ψήφου στις εκλογές για την ανάδειξη των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης)
• Η κτήση της ελληνικής ιθαγένειας γίνεται συχνά με ιδεολογικά κριτήρια μη νομικά ελέγξιμα
• Δεν υπάρχει πρόνοια ρύθμισης του καθεστώτος των μεταναστών δεύτερης γενιάς, όχι μόνο ως προς το ζήτημα της άδειας παραμονής, αλλά κυρίως ως προς την απόκτηση ιθαγένειας.
• Διαφοροποίηση των αλλοδαποί μεταξύ «ομογενών» και «αλλογενών» με προνομιακή αντιμετώπιση των πρώτων.
• Μη προσδιορισμός στόχων και περιεχομένου των πολιτικών «ενσωμάτωσης» και «ένταξης».
• Οι αναποτελεσματικές εγγυήσεις αναφορικά με την κατοχύρωση των δικαιωμάτων στην υγεία, παιδεία και κατοικία

Καθώς η εθνική ιδεολογία εμφανίζεται ως ο καμβάς επί του οποίου το δίκαιο διαμορφώνεται σε συνάρτηση με την ιστορική συγκυρία, η διάκριση των αλλοδαπών σε αλλογενείς και ομογενείς δομείται στη βάση της πλεονεκτικής μεταχείρισης των τελευταίων και αποτελεί ένα από τα πιο εύγλωττα παραδείγματα της επιβολής της ιδεολογίας επί του δικαίου . Σε αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο εγγράφεται η αντίληψη σχετικά με τους αλλοδαπούς στην Ελλάδα , δηλ. την μαζική μετανάστευση που γνώρισε η Ελλάδα από το 1990 και η οποία επικάθεται έκτοτε στην ιστορική παρουσία μειονοτικών ομάδων. Σήμερα, περίπου το ένα δέκατο του πληθυσμού της χώρας διαφοροποιείται γλωσσικά, εθνικά και θρησκευτικά, συχνά χωρίς να έχει αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια. Απέναντι σε αυτό το «νέο πρόβλημα», το δίκαιο κράτησε μια ιδιαίτερα συντηρητική στάση αναπαράγοντας ιδεολογικά στερεότυπα. Οι αρμόδιες κρατικές αρχές, αλλά κυρίως της τοπικής αυτοδιοίκησης μπορούν να παίξουν σημαντικό ρόλο στην προώθηση πολιτικών κοινωνικής ένταξης και εξαλείψεις μορφών αποκλεισμού στο πεδίο, εκεί που δοκιμάζονται καθημερινά οι αξίες της δημοκρατίας. Μια νέα αντίληψη αναφορικά με την αντιμετώπιση της εθνογλωσσικής ετερότητας, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια πρέπει αναπτυχθεί και να μετασχηματιστεί σε δίκαιο, το οποίο θα λαμβάνει υπόψη του τις σχέσεις των ανθρώπων με τον τόπο (jus soli) στον οποίο πλέον ζουν και όχι τους δεσμούς αίματος (jus sanguinis) με το «κυρίαρχο έθνος». Το δίκαιο, έτσι, θα μπορούσε να συμβάλει στην ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ανισοτήτων, της περιθωριοποίησης και του κοινωνικού αποκλεισμού. Διαφορετικά, η εθνογλωσσική ή θρησκευτική διαφορά, κινδυνεύει να μετατραπεί σε πεδίο οικονομικών και κοινωνικών ανταγωνισμών. Η γκετοποίηση με βάση τέτοιες διαφοροποιήσεις αναμφίβολα αποτελεί εξ αρχής υπονόμευση κάθε προσπάθειας για τη οικοδόμηση κοινωνικής δικαιοσύνης ή έστω μιας φιλελεύθερης ειρηνικής συνύπαρξης.

0 yorum: