ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΣΑΡΙΑ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΝΝΟΜΗΣ ΤΑΞΗΣ



Azınlıkça
ΜΗΝΙΑΙΟ ΤΟΥΡΚΟΕΛΛΗΝΟΦΩΝΟ
ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΗΣ Δ. ΘΡΑΚΗΣ
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2007 ΕΤΟΣ Γ: ΝΟ: 31



ΜΕ ΓΝΩΣΗ και ΜΕ ΤΟΛΜΗ
Γίωργος Δούδος
Συγγραφέας και δικηγόρος από τη Θεσσαλονίκη

Είναι γνωστό πως η ελληνική έννομη τάξη έχει υιοθετήσει τις ρυθμίσεις του δικαίου Σαρία για μια σειρά υποθέσεων που αφορούν τους Μουσουλμάνους ελληνικής ιθαγένειας, -(με εξαίρεση όσους κατοικούν στα Δωδεκάνησα)-. Πρόκειται για υποθέσεις οικογενειακού δικαίου (σύσταση γάμου, λύση γάμου, διατροφή), για υποθέσεις προσωπικών σχέσεων και προσωπικής κατάστασης (επιτροπεία, κηδεμονία και χειραφεσία ανηλίκων), για υποθέσεις κληρονομικής διαδοχής και ισλαμικής διαθήκης. Ο Μουφτής που εγκαθίσταται με πράξη του κράτους σε μια από τις τρεις μουφτειακές περιφέρειες της χώρας (Κομοτηνή, Ξάνθη και Διδυμότειχο), πέραν των καθαρά θρησκευτικών αρμοδιοτήτων του αναγνωρίζεται ως ιεροδίκης, προκειμένου να επιλύει διαφορές που ανακύπτουν όσον αφορά τις υποθέσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω.
Κατά κανόνα τα τακτικά δικαστήρια δεν αμφισβητούν, ούτε την υπαγωγή των παραπάνω υποθέσεων στις ρυθμίσεις του ιερού μουσουλμανικού νόμου, ούτε τη δικαστική δικαιοδοσία του Μουφτή. Μάλιστα πρόσφατα, αρμόδιο γερμανικό Οικογενειακό Δικαστήριο στην πόλη Lippstadt, επί υποθέσεως διαζυγίου μεταξύ Μουσουλμάνων ελληνικής ιθαγένειας, μόνιμων κατοίκων Γερμανίας, των οποίων ο γάμος έγινε στην Ελλάδα σύμφωνα με τους όρους του ιερού δικαίου, έκρινε ότι η λύση του γάμου θα υπαχθεί στις ρυθμίσεις ελληνικού δικαίου, που στην προκειμένη υπόθεση είναι το δίκαιο του Ισλάμ και μάλιστα της σχολής Χανεφί, σύμφωνα με ρητή αναφορά στο άρθρο 4 παρ. 1 του νόμου 147/1914[1].
Διάφοροι θεωρητικοί του Δικαίου στη χώρα μας αμφισβητούν έντονα τις ρυθμίσεις του δικαίου της σαρία, σε σχέση με τις παραπάνω υποθέσεις, θεωρώντας τις αντίθετες προς πλέγμα διατάξεων προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου και κατ’ ακολουθία αμφισβητούν την αναγνώριση του Μουφτή ως δικαστή[2].

Η κριτική που ασκείται τόσο κατά των ρυθμίσεων του ιερού μουσουλμανικού νόμου, όσο και κατά της δικαστικής δικαιοδοσίας του Μουφτή στο σύνολο ελληνικό σύστημα δικαίου, πάσχει από ένα σοβαρό μειονέκτημα. Προέρχεται από ανθρώπους οι οποίοι αγνοούν το οικογενειακό, διαπροσωπικό και κληρονομικό μουσουλμανικό δίκαιο. Επιχειρούν την κριτική μιας δικαιοταξίας, που διαφέρει σε πολλά σημεία από το κοινό αστικό δίκαιο, διακατεχόμενοι από την εκ των προτέρων άποψη, ότι το κοινό δίκαιο μπορεί να αποτελέσει κριτήριο ορθότητας ή όχι του μουσουλμανικού δικαίου. Επίσης αγνοούν ακόμα τις διατάξεις του δικαίου σαρία που αναφέρονται στην προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου, θεωρώντας επίσης εκ των προτέρων, ότι τούτο το σύστημα δικαίου βρίσκεται σε ευθεία σύγκρουση με το σύνολο των διατάξεων που ορίζουν το δίκαιο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, κατά την δυτική εκδοχή του όρου.

Είναι γεγονός ότι χρόνο με το χρόνο αυξάνονται εκείνοι που αμφισβητούν τη συμβατότητα του ιερού μουσουλμανικού νόμου στα πλαίσια της ελληνικής έννομης τάξης. Ευθέως δηλώνουν πως θα επιθυμούσαν να «ακυρωθεί» πλέον η υιοθεσία του ιερού νόμου, να απογυμνωθεί ο Μουφτής από τις δικαιοδοτικές αρμοδιότητές του και επομένως οι γαμικές, οικογενειακές, διαπροσωπικές και κληρονομικές υποθέσεις των Ελλήνων Μουσουλμάνων να ρυθμίζονται από το κοινό αστικό δίκαιο με δικαίωμα προσφυγής στα τακτικά δικαστήρια της χώρας.

Έχω τη γνώμη, πως η εφαρμογή του ιερού μουσουλμανικού νόμου, ως τμήματος του σύνολου ελληνικού συστήματος δικαίου και η δικαιοδοσία του Μουφτή ως ιεροδίκη, δεν υπάρχει λόγος να καταργηθεί, αρκεί να αναληφθούν ορισμένες πρωτοβουλίες εκ μέρους της μουσουλμανικής θρησκευτικής Κοινότητας και κυρίως εκ μέρους των θρησκευτικών λειτουργών της.

Είναι αναγκαίο να εκδοθούν στην ελληνική γλώσσα ορισμένα εύχρηστα βιβλία, στα οποία να εκτίθενται οι βασικές διατάξεις του δικαίου σαρία, σύμφωνα με τη σχολή Χανεφί, που εφαρμόζονται από τα ελληνικά μουσουλμανικά ιεροδικεία, στις υποθέσεις που ο Έλληνας νομοθέτης πρόβλεψε να ρυθμίζονται από τον ιερό μουσουλμανικό νόμο. Επίσης, είναι αναγκαία η έκδοση ενός βιβλίου που να εκτίθεται η διαδικασία που ακολουθείται ενώπιον του Μουφτή ως ιεροδίκη.
Τέλος, θα ήταν πολύ ενδιαφέρον και ιδιαίτερα χρήσιμο να εκδοθούν στην ελληνική γλώσσα, με συνοπτικό τρόπο, όλες οι ρυθμίσεις που υπάρχουν στο Ιερό Κοράνιο, στη Σούννα, αλλά και σε σύγχρονες ρήτρες (φάτουα), διακεκριμένων Μουσουλμάνων θεολόγων και νομομαθών, με τις οποίες προστατεύονται τα δικαιώματα του ανθρώπου και αποτελούν δείχτες πορείας για όλη την ανθρωπότητα.
Ιδίως σε υποθέσεις έντονης αντιδικίας μεταξύ των διαδίκων να επιτάσσεται πλέον, μετά την έκδοση σχετικής ιερονομικής ρήτρας (φάτουα) η συμπαράσταση των διαδίκων από δικηγόρους είτε Μουσουλμάνων στο θρήσκευμα, είτε δικηγόρων που γνωρίζουν στοιχεία του ιερού νόμου. Σε περίπτωση που οι διάδικοι αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα και η πρόσληψη δικηγόρου θα αντιμετωπιζόταν ως «πολυτελής δαπάνη», τότε ο Μουφτής πριν από την έναρξη της κύριας διαδικασίας θα όφειλε να ενημερώσει πλήρως τους διαδίκους για την κατάστασή τους και τα δικαιώματά τους, είτε να δημιουργηθεί στην έδρα κάθε Μουφτείας υπηρεσία παροχής Νομικής Βοήθειας, για πράγματι φτωχούς Μουσουλμάνους, και η υπηρεσία αυτή να καταβάλλει τη δικηγορική αμοιβή, σύμφωνα με σχετικό πίνακα αμοιβών, στα κατώτερα επίπεδα κάθε Δικηγορικού Συλλόγου, όπως συμβαίνει με τα γραμμάτια προείσπραξης δικηγορικής αμοιβής για τα τακτικά και διοικητικά δικαστήρια.
Να είναι υποχρεωτική η κλήτευση των διαδίκων ενώπιον του Μουφτή, με τον έγγραφο τύπο εξώδικης πρόσκλησης και μόνον όταν είναι βέβαιη κλήτευση απόντα διαδίκου να προχωρεί ο Μουφτής στη συζήτηση της υπόθεσης ερήμην αυτού που απουσιάζει.
Στην Ελλάδα, ως προς τα μουσουλμανικά ιεροδικεία δεν υπάρχει δεύτερος βαθμός δικαιοδοσίας. Τούτο αποτελεί ένα πρόβλημα. Μολονότι το 1920 είχε ψηφισθεί νόμος που πρόβλεπε τη σύσταση θέσης Αρχιμουφτή, που κάλλιστα θα μπορούσε να ασκεί καθήκοντα ιεροδίκη σε δεύτερο βαθμό, ουδέποτε καθιερώθηκε θέση Αρχιμουφτή. Για να περιφρουρηθούν τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης κατά τον ιερό νόμο, θα μπορούσε να γνωστοποιηθεί με την έκδοση σχετικής ιερονομικής ρήτρας, ότι όλοι οι Μουσουλμάνοι που εύλογα και δικαιολογημένα μπορεί να παραπονούνται από ο περιεχόμενο μιας μουφτειακής απόφασης, θα έχουν το δικαίωμα προσφυγής στον Σεΐχη του Πανεπιστημίου Αλ Άζχαρ του Καΐρου, του οποίου η γνωμοδότηση επί της υποθέσεως θα αποτελεί τελεσίδικη κρίση και ο Μουφτής, που εξέδωσε τη σχετική απόφαση σε πρώτο βαθμό, να εκδίδει νέα απόφαση σύμφωνα με το περιεχόμενο της γνωμοδότησης του Σεΐχη του Πανεπιστημίου Αλ Άζχαρ, η οποία και θα προσκομίζεται στα τακτικά δικαστήρια για επικύρωση.

Όλα όσα διατυπώθηκαν παραπάνω ας μη θεωρηθούν υποδείξεις, αλλά ως απλές σκέψεις και υποκειμενικές απαντήσεις στο ρεαλιστικό ερώτημα, ως προς το μέλλον του ιερού μουσουλμανικού νόμου στα πλαίσια μιας ελληνικής έννομης τάξης, η οποία αλλάζει και εμπλουτίζεται συνεχώς, προκειμένου να αντιμετωπίζει τις ανάγκες των ανθρώπων που ζουν σε μια ευρωπαϊκή χώρα κατά τον 21ο αιώνα κοινής χρονολογίας.


[1] Απόφαση αριθ. 13 F 220/05 της 16.11.2006 του Ειρηνοδικείου της πόλης Lippstadt.
[2] Οξεία κριτική ως προς τις δικαιοδοτικές αρμοδιότητες του Μουφτή διατύπωσε σχετικά πρόσφατα ο επίτιμος Πρόεδρος του Αρείου Πάγου κ. Στέφανος Ματθίας (βλ. Αρμ 2007.357 επ.).

0 yorum: