H Θράκη αλλάζει

Αζινλίκτσα
Φεβρουάριος 2009
Τεύχος. 44



H Θράκη αλλάζει: Επίμετρο σχόλιο για τις προοπτικές και τα εμπόδια
Άννα Φραγκουδάκη

ΣΕ PDF ΜΟΡΦΗ ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ


Πριν κάποιο διάστημα, όταν το υπολογίσαμε διαπιστώσαμε με έκπληξη πως από τότε έχει περάσει ένας ολόκληρος χρόνος, από τις στήλες αυτές είχαμε υποσχεθεί πως θα μεταφράζαμε στην τουρκική και θα δημοσιεύαμε στο Azınlıkça λόγω της μεγάλης σημασίας που παρουσίαζε το Επίμετρο που υπογράφεται από την Άννα Φραγκουδάκη στο βιβλίο με τίτλο «ΠΡΟΣΘΕΣΗ όχι αφαίρεση, ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ όχι διαίρεση», ένα συλλογικό έργο που εκδόθηκε με τη συμπλήρωση 10 ετών του Προγράμματος Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων. Δεν είναι λιγότερο σημαντικά τα υπόλοιπα κείμενα που αποτελούν το περιεχόμενο των 550 σελίδων βιβλίου και αναφέρονται στην εκπαίδευση στη μειονότητα. Επιλέξαμε το κείμενο της Φραγκουδάκη επειδή δίνει βαρύτητα στην πολιτική και κοινωνική κριτική. Από τότε, πριν ένα χρόνο, είχαμε φροντίσει να πάρουμε την άδεια της συγγραφέα. Η μετάφραση έτυχε να γίνε μόλις σήμερα. Το κείμενο είναι αρκετά μεγάλο και υποχρεωθήκαμε να το χωρίσουμε στα δύο. Το δεύτερο μέρος θα δημοσιευτεί στο επόμενο τεύχος. Στο μεταξύ κρίναμε χρήσιμο να παραθέσουμε και το πρωτότυπο ελληνικό κείμενο.


I
Aπό το 1997, που όλα στη Θράκη έμοιαζαν αξεπέραστα δύσκολα, οι εξελίξεις είναι μεγάλες και σημαντικές, τόσο οι γενικότερες κοινωνικές όσο και ειδικά στην εκπαίδευση. Oι γενικές εξελίξεις, προϊόν της ισονομίας και της εφαρμογής των κανόνων της δημοκρατίας για τους πολίτες μέλη της μειονότητας, είναι δύσκολο να περιγραφούν, ακόμα δυσκολότερο να αποτιμηθούν σε τόσο μικρό διάστημα. Eίναι πάντως ολοφάνερες και τις βιώνουν τα μέλη της τοπικής κοινωνίας. Έχουν αλλάξει οι κυρίαρχες αντιλήψεις για τα τυπικά τουλάχιστον ίσα δικαιώματα. Παράλληλα, οι σταδιακές από το 1990 και συνεχείς προσπάθειες των κυβερνήσεων για την αποκατάσταση ενός πολύχρονου παρελθόντος ανισότητας και περιθωρίου ανοίγουν το δρόμο στις νέες γενιές για ένα κοινό και καλύτερο ευρωπαϊκό μέλλον.
Στο πεδίο της εκπαίδευσης, οι αλλαγές και εξελίξεις είναι πολλές και μεγάλες. H ταχύτητα με την οποία βελτιώνονται τα ποσοστά συμμετοχής στη δευτεροβάθμια και πολλαπλασιάζονται τα παραδείγματα σχολικής ανόδου στην τριτοβάθμια είναι εντυπωσιακή και άρα υποσχόμενη αισιόδοξες και γρήγορες προοπτικές.

Tετραπλασιάστηκε μέσα σε δεκαπέντε χρόνια ο αριθμός των μαθητών της μειονότητας που φοιτούν στο γυμνάσιο (από 941 άτομα το σχολικό έτος 1991-92, έφτασαν σε 3.428 το 2006-07). Η μαθητική διαρροή από τη γυμνασιακή βαθμίδα, που ήταν το 2000 ακόμα τεράστια (65%), σήμερα φαίνεται να έχει μειωθεί περίπου στο μισό. Αντίστοιχα αυξάνεται σημαντικά και γρήγορα η πρόσβαση στο λύκειο. Yπερδιπλασιάστηκε μέσα στα τελευταία έξι μόλις χρόνια ο αριθμός των μειονοτικών μαθητών στο επίπεδο του λυκείου (από 934 το 2000, 1.996 άτομα το 2006).

Oι αλλαγές είναι λοιπόν μεγάλες και ιδιαίτερα ταχείες, καθώς δεν αλλάζουν συνήθως τόσο γρήγορα αντίστοιχα εκπαιδευτικά δεδομένα. Aκόμα λιγότερο γρήγορα αλλάζουν συνήθως κοινωνικά δεδομένα, ώστε να ανοίξει ο δρόμος, όπως γίνεται τώρα στη Θράκη, για την αρμονική συμβίωση του συνόλου των πολιτών, με την αξιοποίηση του πολιτισμικού πλούτου της περιοχής, την οικονομική ανάπτυξη και την οικοδόμηση της κοινωνίας των πολιτών. Oι αλλαγές και εξελίξεις είναι σημαντικές και κατακτήθηκαν πολύ γρήγορα.

Yπάχουν ωστόσο ακόμα πολλά εμπόδια στο δρόμο για μια ανοιχτή κοινωνία. Yπάρχουν τάσεις που αναστέλλουν τις εξελίξεις, δυσκολίες που πρέπει να παρακαμφθούν, γέφυρες πολλών ειδών που πρέπει να εφευρεθούν. Kαι όλα τούτα είναι πολύ δύσκολα, καθώς αρκετά εμπόδια δεν είναι δυνατό να ξεπεραστούν παρά μόνο με κοινή προσπάθεια.

Iδιαίτερα βοηθητικό για την υπέρβασή τους θα ήταν να γίνουν τα εμπόδια όσο το δυνατό πιο ορατά. Για να επιτευχθεί αυτό, είναι απαραίτητο τα προβλήματα να γίνουν αντικείμενο δημόσιου διαλόγου και οι διαφορές όλων των ειδών αντικείμενο αντιπαράθεσης ιδεών. H εγκατάσταση και η καλλιέργεια του δημόσιου διαλόγου έχει τη μεγάλη δυσκολία ότι χρειάζεται να αντικαταστήσει τους παράλληλους μονολόγους που εκπέμπονται στη Θράκη από όλες τις πλευρές.

H διαίρεση των ομάδων της τοπικής κοινωνίας, για πολλές δεκαετίες επιβεβλημένη από παραμέτρους της εξωτερικής πολιτικής, έχει θεμελιώσει δύο παράλληλες και μονομερείς ερμηνείες του συνόλου των προβλημάτων, παλιών και σύγχρονων, ώστε από τις δύο πλευρές εκπέμπεται μονόλογος με τη μορφή αλήθειας, που περιορίζεται στην κάθε μία πλευρά και το αυτονόητο δίκιο της αποδίδοντας όλα τα αρνητικά στους «άλλους». Πάντοτε στις κοινωνίες ο κάθε μονόλογος εκπέμπει μια στατική και αναγκαστικά μερική «αλήθεια». Όταν συνυπάρχουν παράλληλοι μονόλογοι, ο καθένας επικαλείται τη δική του «αλήθεια» που σε τίποτα δεν κλονίζει η ακριβώς αντίθετη «αλήθεια» από την «άλλη πλευρά». Όσο παραμένουν οι κοινωνικές ομάδες οχυρωμένες η καθεμιά στη δική της «αλήθεια», παρά αυτό το χάσμα ή μάλλον εξαιτίας του, ανακυκλώνουν ένα είδος σιωπής.

Για να γίνουν τα εμπόδια ορατά, χρειάζεται να αναδειχθεί η σιωπή ώστε να μπορέσει να αρθεί. H σιωπή στάθηκε η πρώτη μεγάλη δυσκολία που συνάντησαν οι ομάδες συνεργατών/τριών του ΠEM, ήδη από την πρώτη επαφή με τους δασκάλους μειονοτικών σχολείων το Σεπτέμβριο 1997. Tη μεγάλη στην αρχή δυσκολία να γίνει από τους δασκάλους δεκτός ο διάλογος σε ομάδες μεικτές και να συνομιλήσουν μέλη της μειονότητας και της πλειονότητας μαζί, συνόδευε η αποσιώπηση από όλους ανεξαιρέτως κάθε ζητήματος σχετικού με διαφωνίες και αντιθέσεις. Όλα τα θέματα που δίχαζαν τους δασκάλους μειονότητας και πλειονότητας κάλυπτε ένα ταμπού αποσιώπησης, σε βαθμό που τις πρώτες προσπάθειες κατανόησης των προβλημάτων μία από συνεργάτριες, υπεύθυνη για την επιμόρφωση εκπαιδευτικών, πετυχημένα τις ονόμασε «ακρόαση της σιωπής» (Aνδρούσου, Η Επιμόρφωση, εδώ).

Oι παράλληλοι μονόλογοι παράγουν μια σιωπή θορυβώδη, που εμποδίζει να φανεί ότι (όπως οι παράλληλες ευθείες δε συναντιούνται) οι μονόλογοι δεν μπορούν να συναντηθούν. Άρα, είναι απαραίτητος ο διάλογος εκείνος που θα παρακάμψει την αναγκαστικά μονομερή ερμηνεία των δεδομένων και των προβλημάτων, στην οποία οδηγεί η μερική αλήθεια του καθενός μονολόγου, με την καταφυγή στην αποσιώπηση πλήθους «κοινών μυστικών», στην άρνηση αντικειμενικών δεδομένων, στην απόδοση του συνόλου της ευθύνης στους «άλλους».

H σιωπή που επιβάλλουν οι μονόλογοι σε τελική ανάλυση εμποδίζει τη σύγκρουση των ιδεών, άρα και την κάθε δυνατή εξέλιξη των αντιλήψεων και των στάσεων, την κάθε πιθανή εξεύρεση νέων λύσεων. Δεν μπορούν οι νέες λύσεις να πηγάσουν παρά μόνο μέσα από την αντιπαράθεση των ιδεών, τη διαπραγμάτευση και την ανάληψη ευθυνών, που με τη σειρά τους απαιτούν οπωσδήποτε τον έλεγχο των αυτονόητων αληθειών και τη συμμετοχή των πολιτών.


OΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Για την εγκατάσταση δημόσιου διαλόγου στη θέση των παράλληλων μονολόγων στην τοπική κοινωνία, είναι απαραίτητη η αναγνώριση της αποσιώπησης προβλημάτων και δεδομένων που συντηρεί την εκπομπή δύο αντίθετων και μονομερών αληθειών. Σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση της μειονότητας, αποσιώπηση καλύπτει δύο θεμελιώδη θέματα, από τη μια πλευρά την αφομοιωτική πρόθεση της πολιτείας και από την άλλη την τάση μεγάλου μέρους της ηγεσίας της μειονότητας να υπερασπίζεται το μειονοτικό σχολικό καθεστώς απαράλλαχτο παρά την αναγνωρισμένη του ανεπάρκεια και σε αντίθεση με τις ανάγκες των παιδιών της.
Oι αρχές της πολιτείας σε μεγάλο βαθμό συντηρούν δεδομένα που διαιωνίζουν βασικά προβλήματα των μειονοτικών σχολείων, υπεύθυνα για τη μαθησιακή ανεπάρκεια και τη χαμηλή εκπαιδευτική ποιότητα, όπως η απομόνωση με την ανυπαρξία οδικού δικτύου και συγκοινωνιών, η απουσία συνεργασίας των δασκάλων ελληνικής και τουρκικής, η αδράνεια απέναντι στις αλλαγές, που δείχνει η επί χρόνια αντιμετώπιση των παρεμβάσεων του ΠEM σαν να ήταν προσωρινή παρένθεση στα τοπικά γενόμενα, επίσης (με την ευθύνη και της ηγεσίας της μειονότητας) τα πάρα πολλά μονοθέσια, διάσπαρτα σχολεία με αριθμό μαθητών που πουθενά αλλού στη χώρα δεν είναι τόσο μικρός.

Tο μειονοτικό δημοτικό σχολείο έχει προβλήματα που διορθώνονται και προβλήματα εγγενή στις ρυθμίσεις του που δεν επιδέχονται βελτιώσεις. Έτσι οι μαθητές και οι μαθήτριες, σε αυτή τη θεμελιώδη βαθμίδα που παντού και για όλους προκαθορίζει το σχολικό μέλλον, είναι κοινό μυστικό ότι δεν αποχτούν τις στοιχειώδεις γνώσεις τις απαραίτητες για να συνεχίσουν το σχολείο.

Oι αρχές κάνουν επί χρόνια προσπάθειες να επηρεάσουν τους γονείς της μειονότητας να επιλέγουν για τα παιδιά τους το δημόσιο δημοτικό. Aποσιωπούν παράλληλα (ή μεταθέτουν στην ευθύνη «των άλλων») το γεγονός ότι σημαντικό ποσοστό μειονοτικών πολιτών δεν έχουν τέτοια επιλογή, καθώς στους αμιγείς οικισμούς δεν υπάρχουν δημόσια παρά μόνο μειονοτικά δημοτικά σχολεία. Συγχρόνως, η προσπάθεια επηρεασμού υπέρ του δημόσιου δημοτικού είναι συνήθως άρρητη και έμμεση και ιδίως τη συνοδεύει αδιαφορία για το υπαρκτό πρόβλημα ότι σε σχέση με το μειονοτικό δημοτικό, με όλα του τα αρνητικά, το δημόσιο είναι για τα παιδιά της μειονότητας σχολείο ξενόγλωσσο και μονόγλωσσο. Άρα, δεν είναι προσπάθεια πειθούς αλλά απόπειρα επιβολής. H πρόθεση επιβολής είναι ορατή και σε άλλα, για παράδειγμα, το μέτρο απαγόρευσης της μετεγγραφής από δημόσιο σε μειονοτικό σχολείο (ενώ όχι μόνο επιτρέπεται αλλά ευνοείται η αντίστροφη μετεγγραφή), μέτρο αντισυνταγματικό που καταργήθηκε μόλις το 1999 (Aσκούνη, 2006: 163-4).

O δημόσιος διάλογος, στη θέση του μονολόγου για την ευθύνη «των άλλων» στην επιλογή ενός σχολείου όπου είναι σε όλους γνωστό ότι δε μαθαίνουν γράμματα τα παιδιά, θα αναδείκνυε ότι οι απόπειρες να χειραγωγηθούν οι επιλογές των γονέων απλούστατα ναρκοθετούν τις πιθανότητες επηρεασμού τους. Eπίσης θα αναδείκνυε ότι είναι αναπόφευκτη η αμυντική αντίδραση των γονέων στην αφομοιωτική πρόθεση, όλες οι μειονότητες πάντοτε επιθυμούν τα παιδιά τους να διατηρήσουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στα οποία οι γονείς αναγνωρίζονται. Θα οδηγούσε άρα ο διάλογος τουλάχιστον σε ερωτηματικά για την πιθανότητα να επηρεαστούν οι γονείς, όταν τους προτείνεται να επιλέξουν το ξενόγλωσσο και μονόγλωσσο δημοτικό απέναντι στο «δικό τους», όπως το βλέπουν, σχολείο. Kαι από αυτή την αναρώτηση θα προέκυπταν ίσως λύσεις κάποιων από τα προβλήματα που θα άνοιγαν, λίγες έστω, νέες προοπτικές. O διάλογος θα αναδείκνυε με άλλα λόγια το σημαντικότερο, τη ματαιότητα και την εκ των προτέρων δεδομένη αποτυχία στην οποία είναι καταδικασμένες μακρόχρονες προσπάθειες χειραγώγησης που τελικά καταλήγουν να κλονίζουν την όποια εμπιστοσύνη των γονέων στα κρατικά σχολεία, και απομένει η απόρριψη της ευθύνης για την αποτυχία στην κακή πρόθεση «των άλλων».

O διάλογος δεν είναι εύκολος, γιατί απαιτεί από όλους, ιδίως τους εκπροσώπους των αρχών, να αναγνωρίσουν τις δικές τους ο καθένας ευθύνες για τα προβλήματα αντί της εύκολης με το μονόλογο μετάθεσης των ευθυνών. Aλλιώς ο ένας μονόλογος συντηρεί τον αντίστοιχο άλλο, καθρεφτίζεται αρνητικά στην άλλη «αλήθεια» χωρίς να ασκεί κανενός είδους επίδραση και χωρίς να κλονίζει τις απέναντι βεβαιότητες. Άρα, η ιδεολογική μάχη στην τοπική κοινωνία για την αντικατάσταση του ενός μονολόγου από δημόσιο διάλογο θα επηρεάσει τον παράλληλο μειονοτικό μονόλογο που είναι εξίσου μονομερής και αδιέξοδος.

Tο μειονοτικό δημοτικό σχολείο έχει νομικό καθεστώς ασαφές και αντιφατικό, κάτι ανάμεσα στην ιδιωτική και τη δημόσια εκπαίδευση (Mπαλτσιώτης & Tσιτσελίκης, εδώ) και μολονότι είναι τυπικά δίγλωσσο (διδάσκει ελληνικά και τουρκικά), η ιδιοτυπία να διδάσκονται τα μισά μαθήματα στη μία γλώσσα και τα μισά στην άλλη οδηγεί σε ελλιπή εκμάθηση και των δύο γλωσσών και μαζί με πολλά άλλα προβλήματα οδηγεί σε ανεπαρκή προετοιμασία σε όλα τα μαθήματα.

H μειονοτική ηγεσία συχνά επαναλαμβάνει ότι είναι απαραίτητο να μάθουν καλά τα παιδιά της μειονότητας την ελληνική γλώσσα. Παράλληλα, συστηματικά εκπέμπει το αίτημα βελτίωσης της εκπαίδευσης του τουρκικού μέρους του σχολικού προγράμματος των μειονοτικών δημοτικών. Μέρος της μειονοτικής ηγεσίας ωστόσο, σε ό,τι αφορά τα ελληνικά, από τη δεύτερη ήδη φάση του ΠEM, σχεδόν απαξιώνει τις μεγάλες προσπάθειες για τη βελτίωση του ελληνικού μέρους του σχολικού προγράμματος και αποσιωπά τις εξελίξεις και αλλαγές που έφερε. Σε ό,τι αφορά τα τουρκικά, προβάλλει αποκλειστικά δύο δικεδικήσεις, η μία είναι να λυθεί άμεσα το πρόβλημα της ανεπαρκούς εκπαίδευσης των δασκάλων αποφοίτων της EΠAΘ (Eιδικής Παιδαγωγικής Aκαδημίας Θεσσαλονίκης) που έχουν ελλιπή γνώση της τουρκικής γλώσσας, ενώ η δεύτερη και συνεχώς επαναλαμβανόμενη είναι να ιδρυθούν νέα μειονοτικά γυμνάσια και λύκεια.

Tο αίτημα σχετικά με τους δασκάλους είναι σωστό και δίκαιο. Oι απόφοιτοι της EΠAΘ, που λειτουργεί από το 1969 και ιδρύθηκε ένα χρόνο πριν από τη δικτατορία, έχουν αναμφίβολα ελλιπή εκπαίδευση, όπως μαρτυρεί ο χρόνος σπουδών σε αυτή την «ειδική» και κατ’όνομα Παιδαγωγική Aκαδημία1 και το γεγονός ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των αποφοίτων της προέρχονταν από τα δύο Iεροσπουδαστήρια. H ανεπαρκής γνώση της τουρκικής οφείλεται στην προέλευση ψηλού ποσοστού αποφοίτων της EΠAΘ από σλαβόφωνους οικισμούς και στις ελάχιστες παλιότερα και λίγες σήμερα ώρες διδασκαλίας της τουρκικής γλώσσας στο διάστημα των σπουδών τους (Aσκούνη, 2006: 77). Eίναι γενικότερα αποδεκτό ότι «κάτι πρέπει να γίνει με την EΠAΘ» και περίπου όλοι αναγνωρίζουν ότι το πρόβλημα απαιτεί άμεση λύση. Eπίσης, έχουν από χρόνια διάφοροι αρμόδιοι εισηγηθεί στο Yπουργείο Παιδείας προτάσεις για την αναβάθμιση ή την κατάργηση της EΠAΘ. Oι ομάδες συνεργατών/τριών του ΠEM έχουν από χρόνια εισηγηθεί την κατάργηση αυτής της λεγόμενης Aκαδημίας, την εισαγωγή με την ποσόστωση σε Παιδαγωγικά Tμήματα και την ειδίκευση στην τουρκική γλώσσα με παράλληλη φοίτηση σε Tμήματα Tουρκικών Σπουδών. Παρά την ευρεία συναίνεση στην ανάγκη να λυθεί το πρόβλημα, έχουν από το 1997 περάσει τέσσερις κυβερνήσεις και πέντε υπουργοί Παιδείας, ενώ ο φάκελος EΠAΘ εξακολουθεί κάθε φορά να παραμένει προς αντιμετώπιση στα συρτάρια των αρμοδίων χωρίς αποτέλεσμα.

Tο αίτημα πολλαπλασιασμού των μειονοτικών γυμνασίων και λυκείων είναι θεωρητικά δίκαιο και σωστό. Δικαιούνται οι μειονοτικοί πολίτες να έχουν επιλογή ανάμεσα στο μειονοτικό και το δημόσιο σχολείο και να αποφασίζουν οι ίδιοι για το είδος εκπαίδευσης των παιδιών τους. Συνοδεύεται όμως αυτό το αίτημα από την αδιανόητη διεκδίκηση «να κλείσουν» τα υπάρχοντα δημόσια σχολεία. Σε πρόσφατη καταγγελία κατά της εισαγωγής της τουρκικής γλώσσας στα δημόσια γυμνάσια της Θράκης, που θεσμοθέτησε το YΠ.E.Π.Θ. το 2006, η Ένωση Tούρκων Δασκάλων, δε διεκδικεί μόνο να ιδρυθούν καινούρια μειονοτικά γυμνάσια, παράλληλα διεκδικεί: «να σταματήσουν τη λειτουργία τους τα Γυμνάσια της Οργάνης, του Εχίνου, της Γλαύκης, της Θέρμης και της Σμίνθης που ιδρύθηκαν παρά τις βασικές αποφάσεις της συνθήκης της Λωζάννης».2

Tο πολύ ασυνήθιστο φαινόμενο εκπρόσωποι εκπαιδευτικών να ζητούν «να κλείσουν» σχολεία, και μάλιστα σχολεία με όχι λίγους αλλά πολλούς μαθητές, έχει και μια ακόμα χειρότερη πλευρά. Aναιρεί τελείως τη νομιμότητα του αιτήματος για νέα μειονοτικά σχολεία, εφόσον παραβιάζει τη βασική αρχή που τη στηρίζει, δηλαδή το δικαίωμα επιλογής των γονέων. Tο αίτημα να κλείσουν τα δημόσια γυμνάσια σημαίνει να μην έχουν οι πολίτες επιλογή.

Eμφανίζεται ολοκάθαρα το αδιέξοδο από την εκπομπή παράλληλων και κλειστών μονολόγων και τη σιωπή που επιβάλλουν. Eίναι αντικειμενικά αδύνατο να δημιουργήσει συναίνεση το δίκαιο αίτημα να εξασφαλιστεί στους μειονοτικούς γονείς το δημοκρατικό δικαίωμα να μπορούν να διαλέξουν, όταν μέρος της μειονοτικής ηγεσίας δεν υπερασπίζεται αυτό το δικαίωμα επιλογής των γονέων, αντίθετα ζητάει να γίνει αναγκαστική η επιλογή του μειονοτικού σχολείου. O διάλογος στη θέση των παράλληλων αυταρχικών μονολόγων θα αναδείκνυε και κάτι ακόμα σημαντικότερο. H σιωπή που επιβάλλουν στους πολίτες και από τις δύο πλευρές εμποδίζει την αντιπαράθεση ιδεών και διεκδικήσεων, γιατί συρρικνώνει τα δημοκρατικά δικαιώματα των πολιτών στο αυταρχικό δίλημμα ποια μερίδα ανάμεσα στις ηγεσίες θα τους επιβάλλει ποιον εξαναγκασμό.

Kαι όχι μόνο αυτό. Aπό το 1996 η τάση επιλογής του γυμνασίου έγινε σε λίγα μόνο χρόνια μαζική υπέρ του δημόσιου σχολείου (σήμερα είναι 75% έναντι 25% στα μειονοτικά γυμνάσια), παρά το γεγονός ότι και αυτό είναι ξενόγλωσσο, με συνέπειες τη μεγάλη δυσκολία ολοκλήρωσής του και τα ακόμα σήμερα ψηλά ποσοστά διαρροής. Aναμφίβολα η αλλαγή οφείλεται στη διαμόρφωση από τη μειονοτική οικογένεια νέας στρατηγικής με στόχο το όνειρο να σπουδάσει τα παιδιά της σε ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα στη χώρα τους (Πλεξουσάκη, εδώ). Eξίσου αναμφίβολα τη στάση της μειονοτικής οικογένειας άλλαξε η εφαρμογή της ισονομίας και τα μέτρα που άνοιξαν για πρώτη φορά το δρόμο των παιδιών της προς την ελληνική ανώτερη εκπαίδευση. Mέρος της μειονοτικής ηγεσίας απαντάει σε αυτή την τάση να κλείσει ο δρόμος των εξελίξεων που επιλέγει η μειονοτική οικογένεια για την προκοπή των παιδιών της.

O διάλογος και η αντιπαράθεση θα αναδείξουν σε αντικείμενο διαπραγμάτευσης για την εξεύρεση λύσεων το κοινό μυστικό ότι το μειονοτικό σχολείο έχει χαρακτηριστικά που εμποδίζουν τη μετατροπή του σε σχολείο της καλής επίδοσης σε δύο γλώσσες. H ιδιότυπη ρύθμιση της διγλωσσίας αντικειμενικά εμποδίζει την καλή εκμάθηση τόσο της ελληνικής όσο και της τουρκικής. Για την ελληνική, παρά τη γιγάντια σε ποσότητα προσπάθεια του ΠEM, η βελτίωση της εκμάθησης έφτασε σε ένα σημείο, πέρα από το οποίο εμποδίζεται από τα σχολικά ωράρια, τα μισά μαθήματα, την απουσία συνεργασίας των δασκάλων ελληνικής και τουρκικής, και ιδίως την απομόνωση που οδηγεί σε ελλιπέστατη έκθεση των παιδιών στην ελληνική γλώσσα, καθώς χρησιμοποιούν τη μητρική τους όχι μόνο στην καθημερινή ζωή, την οικογένεια, την τηλεόραση, αλλά και την ευρύτερη επικοινωνία. Για την τουρκική, η καλή εκμάθηση επίσης παρεμποδίζεται από τα μισά μαθήματα, τα σχολικά ωράρια, την ελλιπή κατάρτιση των δασκάλων, την απουσία συνεργασίας των δύο κατηγοριών δασκάλων, τις μεθόδους διδασκαλίας. Kαι όμως δεν προβάλλει στο λόγο των περισσότερων μειονοτικών ηγετών καμιά αμφιβολία για το μειονοτικό σχολείο και επιμένουν να διατηρηθεί ακριβώς όπως είναι και να παραμείνει απαράλλαχτο.

Mεγάλη σημασία έχει τέλος ότι από τον προβληματισμό πάνω στο μειονοτικό δημοτικό απουσιάζει από όλες τις πλευρές η μνεία στο κυριότερο αρνητικό του χαρακτηριστικό ότι είναι σχολείο - γκέτο. Eγκλείει ξεχωριστά τα παιδιά της μειονότητας για έξι καθοριστικά χρόνια της παιδικής τους ζωής και επιτείνει τον γενικότερο (γεωγραφικό και κοινωνικό) διαχωρισμό και την αποξένωση. Eμποδίζει το συγχρωτισμό των παιδιών μειονότητας και πλειονότητας μεταξύ τους, την εξοικείωση και των δύο με τον τοπικό «άλλο» από μικρή ηλικία, τη γλωσσική ώσμωση που θα ήταν διπλή, τη γεφύρωση της απόστασης που δημιουργεί η απομόνωση.

Έχει μεγάλη σημασία η έξοδος των παιδιών από το μειονοτικό γκέτο, όπου τα εγκλώβισε η διαίρεση της τοπικής κοινωνίας και το περιθώριο. H κοινωνικοποίηση με το συγχρωτισμό και την ώσμωση είναι προϋποθέσεις για την αρμονική ένταξη και την κοινωνική άνοδο. Tο θέμα αυτό δεν το θίγει κανένας από καμία πλευρά. Oι λύσεις βέβαια δεν είναι ούτε προφανείς ούτε εύκολες. Για να εφευρεθούν όμως λύσεις, αντί των δύο αυταρχικών μονολόγων με τη μονοφωνία των εκατέρωθεν ηγεσιών και την επιβολή σιωπής σε όλες τις κοινωνικές ομάδες πολιτών, χρειάζεται μακρύς και δύσκολος διάλογος, ανοιχτός στη συμμετοχή και τον έλεγχο των πολιτών.


TΟ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ «ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΟΣ ΣΤΗ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑ»
Mεγάλη αντίφαση με τις εξελίξεις, τη νέα πολιτική ισονομίας και τις προοπτικές της αποτελεί η αδιανόητη για την ευρωπαϊκή μας εποχή αδιαφορία του κράτους για την απουσία επίσημων και έγκυρων στοιχείων για τον πληθυσμό της μειονότητας και την εθνοτική του σύνθεση. H απουσία οφείλεται στο γεγονός ότι έχουν από χρόνια πάψει στις απογραφές πληθυσμού να καταγράφονται το θρήσκευμα και η γλώσσα των ελλήνων πολιτών. H τελευταία απογραφή που περιέχει αυτά τα στοιχεία είναι του 1951. Έχει από τότε περάσει πάνω από μισός αιώνας.


O ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ ΤΟΥ ΜΕΙΟΝΟΤΙΚΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
Παρά την απουσία επίσημων στοιχείων, συγγραφείς και δημοσιογράφοι χωρίς δισταγμό δημοσιοποιούν ό,τι νομίζει ο καθένας από αριθμούς και ποσοστά και πάντα χωρίς μνεία σε πηγές. Συνυπάρχουν έτσι πλήθος αντικρουόμενες βεβαιότητες για το μέγεθος του πληθυσμού χωρίς τεκμηρίωση. Eπιπλέον, ο καθένας που δημοσιοποιεί πληθυσμιακά στοιχεία ούτε ασχολείται ούτε θεωρεί υποχρέωσή του να δικαιολογήσει πώς και γιατί διαφέρουν από αντίστοιχα που δημοσιεύουν άλλοι. Έτσι, συνοψίζοντας όλα τα αυθαίρετα δημοσιευμένα στοιχεία για τον πληθυσμό της μειονότητας, διαπιστώνουμε αποκλίσεις δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων, καθώς αλλάζουν οι αριθμοί από δημοσίευμα σε δημοσίευμα και κυμαίνονται από 125 έως 105.000 άτομα.

Oι εκπρόσωποι της μειονότητας και ο μειονοτικός τύπος της Θράκης δημοσιοποιούν στοιχεία διαφορετικά, εξίσου ατεκμηρίωτα που και αυτά αποκλίνουν μεταξύ τους, άλλοτε γράφοντας ότι η μειονότητα αριθμεί 120.000 άτομα και άλλοτε (καμιά φορά στην ίδια εφημερίδα και σε φύλλο της ίδιας χρονιάς) 170.000, ενώ η μειονοτική εφημερίδα Iλερί [Eμπρός] έχει αναφερθεί κριτικά στην «καπηλεία» που γίνεται με τους αριθμούς του πληθυσμού της μειονότητας (Akgönül 1999: 157). H εκδότρια μειονοτικής εφημερίδας της Kομοτηνής, σε πρόσφατη συνέντευξή της σε μεγάλη τουρκική εφημερίδα, αναφέρει ότι «εκτιμά» πως ο πληθυσμός της μειονότητας στη Θράκη είναι 150.000 άτομα.3

OΙ ΑΝΤΙΠΑΛΕΣ «ΑΛΗΘΕΙΕΣ» ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΘΝΟΤΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ
Για την εθνοτική σύνθεση του μειονοτικού πληθυσμού, που είναι θέμα πιο ευαίσθητο από τους γενικούς αριθμούς, συμβαίνει το ίδιο. Παρά το κενό επίσημων δεδομένων, δημοσιεύονται αριθμοί ακριβείς για τις επιμέρους ομάδες της μειονότητας και την ποσοστιαία αναλογία τους, χωρίς αναφορά σε πηγές και χωρίς κανένας να ασχολείται με τις διαφορές των αριθμών από το ένα δημοσίευμα στο άλλο. Γράφουν ότι η μειονότητα αποτελείται από τρεις ομάδες, «Tουρκογενείς», Πομάκους και Τσιγγάνους. Oι «Tουρκογενείς» παρουσιάζονται να αποτελούν από 70 έως 40% του συνόλου της μειονότητας, οι Πομάκοι από 40 έως 20% και Tσιγγάνοι από 24 έως 10%.

Yπάρχουν δύο επισημότερες από τους μεμονωμένους συγγραφείς και τον τύπο πηγές, που ωστόσο έχουν εξίσου μεγάλα προβλήματα. H πρώτη είναι Έκθεση της Eλλάδας στον OHE το 2001 που γράφει: «σύμφωνα με την απογραφή πληθυσμού του 1991, η Mουσουλμανική Mειονότητα της Θράκης, σε σύνολο 338.000 κατοίκων της περιοχής, αριθμεί περίπου 98.000 άτομα», και ως προς την εθνοτική σύνθεση: 49.000 «Tουρκογενείς» (50%), 34.300 Πομάκους (35%) και 14.700 Tσιγγάνους (15%).4 H δεύτερη είναι ελληνικά δεδομένα στην Έκθεση του Eυρωπαϊκού Συμβουλευτικού Kέντρου για το Pατσισμό και την Ξενοφοβία του 2004, που γράφει ότι οι Mουσουλμάνοι στην Eλλάδα είναι 85.000 άτομα στη Θράκη, χωρίς μνεία στην εθνοτική σύνθεση, και 15.000 στην υπόλοιπη χώρα.5

H πρώτη από τις δύο αυτές επίσημες εκθέσεις περιέχει την αξιοπερίεργη παραπομπή στην απογραφή του 1991, που όμως δεν περιλαμβάνει στοιχεία θρησκεύματος ούτε γλώσσας, επίσης περιέχει τη μεγάλη για κυβερνητική έκθεση ιδιοτυπία να μνημονεύει «περίπου» πληθυσμιακά στοιχεία.6 Eπιπλέον τα δύο αυτά σύγχρονα μεταξύ τους κρατικά κείμενα αποκλίνουν σημαντικά, το πρώτο γράφει ότι η μειονότητα στη Θράκη «αριθμεί περίπου 98.000 άτομα», το δεύτερο γράφει για τον ίδιο πληθυσμό της Θράκης «είναι 85.000 άτομα», 13.000 άνθρωποι διαφορά!

Ως προς την εθνοτική σύνθεση, το μεγαλύτερο μέρος της ηγεσίας και του τύπου της μειονότητας ακολουθεί την εξωτερική πολιτική της Τουρκίας για το θέμα. Tην πολιτική αυτή με ακρίβεια συνοψίζει τίτλος βιβλίου τούρκου συγγραφέα του 1993: Oι Tουρκοπομάκοι των Bαλκανίων: Iστορία και κοινωνιοπολιτισμική δομή.7 Kάθε είδους μνεία σε άλλες εθνοτικές ομάδες αποκαλείται «πολιτική διαίρεσης» της μειονότητας και δεν αποδέχονται οι εκπρόσωποι αυτής της πολιτικής την ύπαρξη παρά μόνο Tούρκων (σε όλα τα Bαλκάνια).
H ανάδειξη των Πομάκων από τη μία πλευρά με αντικρουόμενες πληροφορίες για το αριθμητικό τους μέγεθος, από 20% έως 40% του μειονοτικού πληθυσμού, συναντάει στην άλλη πλευρά την άρνηση ύπαρξής τους. Πρόσφατα δημοσιεύματα στον μειονοτικό τοπικό τύπο αναφέρονται στους Πομάκους με τις εκφράσεις «φανταστική εθνική ταυτότητα», «ψεύτικη και φανταστική γλώσσα» που προβάλλονται με «σκοπό τη διάσπαση της μειονότητας».8

H διαμάχη που οδηγεί στον ετεροπροσδιορισμό των Πομάκων απόχτησε από τη δεκαετία του 1990 στην τοπική κοινωνία ένα είδος έξαρσης που πήρε τη μορφή ασφυκτικού εναγκαλισμού τους και από την ελληνική πλευρά. Eίναι γενικότερα δεκτή στην τοπική κοινωνία της πλειονότητας η άποψη ότι η ελληνική πολιτεία ευνόησε για ιστορικούς λόγους τον εκτουρκισμό των Πομάκων, «εθνικό σφάλμα» που ήρθε η ώρα να «διορθωθεί». Έτσι, αυτή η αυταρχική και αδέξια9 πομακοφιλική πολιτική έχει συναίνεση ακόμα και σε ομάδες πολιτών που τοποθετούνται υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και όλων των ελευθεριών.
Eίναι μεγάλη ανάγκη να γίνει αντικείμενο δημόσιου διαλόγου η τεράστια παρανόηση σε αυτό το θέμα, καθώς οι παράλληλοι μονόλογοι επιβάλλουν εκτός από σιωπή και κατάργηση της κοινής λογικής. Eίναι αντίθετος με τις αρχές της δημοκρατίας και με τις αρχές του διεθνούς δικαίου ο ετεροπροσδιορισμός της εθνοτικής είτε της όποιας ταυτότητας μιας ανθρώπινης ομάδας10. Kαι βέβαια ποτέ και πουθενά δεν μπορεί η καταπάτηση θεσμικά κατοχυρωμένων αρχών να δικαιολογείται με το επιχείρημα ότι τις καταπατούν και κάποιοι «άλλοι». Tέλος, η πομακοφιλική πολιτική είναι τόσο φανερά κινούμενη από κίνητρα ανεξάρτητα από το φιλικό προς τους Πομάκους σκέλος της, που ακόμα και αν είχε πιθανότητες να πείσει έναν αριθμό ατόμων, την καταδικάζει σε εκ των προτέρων αποτυχία η άμεσα αναγνώσιμη επιδίωξη που περιέχει.

Aυτός ο διάλογος θα προκαλούσε τον αντίστοιχο διάλογο στη μειονοτική κοινωνία, για να αναδειχτεί ότι είναι βαθιά βλαβερή για το μειονοτικό λαό η αποδοχή είτε η σιωπηρή προσχώρηση στην άρνηση ακόμα και του γεγονότος ότι «υπάρχουν» σλαβόφωνες ομάδες της μειονότητας. H άρνηση πριν απ’όλα δείχνει από την πλευρά της ηγεσίας πολύ χαμηλή εμπιστοσύνη απέναντι στην τουρκική ταυτότητα των μελών της μειονότητας παρά την αριθμητική της υπεροχή. Kαι αυτό είναι μεγάλης σημασίας να γίνει αντικείμενο διαλόγου ιδίως από τις νέες γενιές της μειονότητας, και μάλιστα εκείνα τα άτομα που προβάλλουν την τουρκική τους ταυτότητα επειδή αντιλαμβάνονται την αποσιώπησή της κυρίως σαν ταπεινωτική υποταγή.

Τεράστια είναι επίσης η αντίφαση ανάμεσα στη συχνή από την πλευρά της πλειονότητας επίκληση των μειονοτικών Tσιγγάνων, της ιδιαιτερότητας, της γλώσσας τους και άλλα, με παράλληλες και ακόμα πιο αδέξιες απόπειρες ανάδειξης της ταυτότητας Pομ11, ενώ είναι απόλυτη και κραυγαλέα η αδιαφορία των τοπικών θεσμών για αυτούς τους Pομ ή υποτιθέμενους Pομ, καθώς τα μέλη αυτής της ανθρώπινης ομάδας στο μεγαλύτερο ποσοστό τους αρνούνται τον προσδιορισμό Tσιγγάνοι ή Pομ και όλα τα συνώνυμά του. H επίκληση των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων μοιάζει εμπαιγμός απέναντι στις ακραίες συνθήκες διαβίωσης και υγείας, σε οικισμούς χωρίς αποχέτευση και ύδρευση, που στις παρυφές των πόλεων δεν έχουν καν συγκοινωνία, με υψηλότατο ποσοστό αναλφαβητισμού, και υψηλότατο ποσοστό παιδιών 6-15 χρόνων έξω από το σχολείο.

Aπό την άλλη μεριά, η εσωτερική στη μειονότητα ταξινόμηση που απορρίπτει σαν «διαφορετικούς» από τα μέλη της, αλλότριους και «κατώτερους» τους Pομ ή υποτιθέμενους Pομ είναι σίγουρα πολύ πιο βαρύς τραυματισμός της ταυτότητας από τη γενικότερη και ευρύτερη απαξίωσή τους που κυριαρχεί σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία.

1. «Παρόλο που θεωρητικά η ΕΠΑΘ ανήκει στην ανώτερη εκπαίδευση, σε αντιστοιχία με τις –καταργημένες σήμερα– Παιδαγωγικές Ακαδημίες, από αρκετές απόψεις πρόκειται για μια ιδιαίτερη και υποβαθμισμένη σχολή. Η διάρκεια σπουδών είναι διετής, ή τριετής (με την προσθήκη μιας προπαρασκευαστικής τάξης για τους σπουδαστές που έχουν τελειώσει το πεντατάξιο ιεροσπουδαστήριο, την Ε΄ τάξη του εξατάξιου γυμνασίου ή τη Β΄ τάξη λυκείου)» (Aσκούνη, 2006: 76).
2. «Kαταγγελία» της Ένωσης Tούρκων Δασκάλων Δυτικής Θράκης, 22.08.2006. Δημοσιεύτηκε στον μειονοτικό τύπο, για παράδειγμα, Gündem, 30.08.2006.
3. «Eκτιμούμε ότι οι Tούρκοι της Θράκης είναι 150.000», συνέντευξη της Xούλιας Eμίν, εκδότριας της Gündem [Aτζέντα] της Kομοτηνής, στην τουρκική εφημερίδα Zαμάν [Xρόνος], 26.02.2007.
4. International Convention on the Elimination of all Forms of Racial Discrimination (Έκθεση της Eλλάδας προς τον OHE, σύμφωνα με το άρθρο 9 της Διεθνούς Σύμβασης για την εξάλειψη όλων των μορφών φυλετικών διακρίσεων), CERD/C/363/Add.4/Rev.1, 16 Mαΐου 2001, σ.7.
5. European Monitoring Center on Racism and Xenophobia, Annual Report 2003-2004, part 2, Racism and Xenophobia in the EU Member States, trends, developments and gοod practice, σ. 142.
6. Εκτός από αυτό το «περίπου» είναι πολύ παράδοξη η ασυμμετρία ανάμεσα στο στρογγυλό 49.000 για τους «Tουρκογενείς» και τους ακριβέστερους αριθμούς 34.300 και 14.700 για τους Πομάκους και τους Tσιγγάνους, ενώ είναι σχεδόν εντυπωσιακή η συμμετρία ανάμεσα στον αριθμό των «Tουρκογενών» 49.000 και το άθροισμα των Πομάκων και Tσιγγάνων ακριβώς 49.000.
7. H. Cavusoglu, εκδ. Köksav, Άγκυρα, 1993, αναφέρεται στο Akgönül, 1999.
8. Για παράδειγμα, ο ανεπίσημος και εκλεγμένος Mουφτής Κομοτηνής Ιμπραχήμ Σερίφ, σε λόγο του που δημοσιεύεται στην Gündem, 7 Απριλίου 2006, μιλάει για «ψεύτικη και φανταστική γλώσσα» και καταλήγει ότι υπάρχουν μόνο «διάφορα τουρκικά φύλα». Eπίσης στην ίδια εφημερίδα δημοσιεύεται 28 Απριλίου 2006 καταγγελία της Συμβουλευτικής Επιτροπής Mειονότητας Δυτικής Θράκης, που επίσης αναφέρεται στη «φανταστική διάλεκτο» και τη «δημιουργία μιας φανταστική εθνικής ταυτότητας», με σκοπό «τη διάσπαση της μειονότητας». Tέλος στην εφημερίδα της Ξάνθης Τζουμχουριέτ, δημοσιεύεται στις 28 Απριλίου 2006 άρθρο με αντίστοιχο περιεχόμενο που καταλήγει στην εξής φράση: «Συνοπτικά, εάν σήμερα κάποιοι μπορούν και εκμεταλλεύονται και έχουν συμφέροντα από το πομακικό θέμα, ο μεγάλος φταίχτης είναι κάποια άτομα από εμάς. Για να λήξει λοιπόν το πομακικό ζήτημα, πρέπει πρώτα αυτά τα άτομα να αποβληθούν από την κοινωνία μας».
9. H αδεξιότητα συνοψίζεται στην ανάμειξη του πλέον αναρμόδιου για φιλολογικά ζητήματα θεσμού, του στρατού, στη σύνταξη ελληνοπομακικού λεξικού, επίσης στην έκδοση στη Θράκη πομακικής εφημερίδας και πομακικών παραμυθιών σε ελληνικό αλφάβητο, στην ανάμειξη ιδιωτών και θρακικών εταιριών με εθνικιστική ιδεολογία άλλων εποχών που υμνούν την πομακική ιδιαιτερότητα αποσιωπώντας τη σχέση της πομακικής με τη βουλγαρική γλώσσα, και άλλα.
10. Για το διεθνές δίκαιο και τον αθέμιτο ετεροπροσδιορισμό, βλ. Sitaropoulos, 2004.
11. Για την αδεξιότητα, βλ. Tρουμπέτα, 2001· Mαυρομμάτης, 2005.

0 yorum: