Η ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΛΟΖΑΝΗΣ - 2

Azınlıkça
Kasım 2006
Sayı 24
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΔΟΣ


Η ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΛΟΖΑΝΗΣ (1922-1923)
ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Πάντοτε όταν επιχειρούμε να προσεγγίσουμε ερμηνευτικά ένα νομοθετικό κείμενο, εσωτερικής ή διεθνούς παραγωγής δεν μπορεί να αγνοούμε τον παράγοντα της ιστορικότητας, δηλαδή τις συγκεκριμένες συνθήκες που επικρατούσαν κατά το χρόνο που τέθηκε σε ισχύ το νομοθέτημα που μελετούμε. Το ό,τι πράγματι στη διακρατική σύμβαση περί ανταλλαγής πληθυσμών, η αναφορά στους μη ανταλλάξιμους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης γίνεται με εθνοτικό κριτήριο, ενώ οι μη ανταλλάξιμοι της Δυτικής Θράκης προσδιορίζονται με κριτήριο θρησκευτικής πίστης είναι γεγονός. Εκείνο που είναι αδικαιολόγητο και εντελώς αντιεπιστημονικό, είναι η αμφισβήτηση που διατυπώνεται από ποικίλους παράγοντες του δημόσιου βίου της χώρας μας, όσον αφορά το δικαίωμα Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης να αυτοπροσδιοριστούν και ως εθνοτική μειονότητα της Ελλάδος, προβάλλοντας λανθασμένα το γράμμα της Συνθήκης της Λοζάνης, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ήδη.
Ο Δρ Edwin A. Grosvenor, μελετητής επί δεκαετίες των πληθυσμών της Ευρώπης και της εθνικής πολυμορφίας των Βαλκανίων, σε μια μελέτη του για «τους Λαούς των Βαλκανίων» (1918)[1] κάνει την εξής σημαντική, κατά τη γνώμη μου, επισήμανση: «Μετά την εισβολή των ασιατικών πληθυσμών (στην Ευρώπη) δεν υπήρξε πλέον ‘καθαρός’ λαός. Ιδιαίτερα στα Βαλκάνια είναι σαφές ότι η φυλετική καθαρότητα δεν αποτελεί παρά αποκύημα της φαντασίας».
Οι διεθνείς και οι διακρατικές συνθήκες και συμβάσεις που παρήχθησαν στη Λοζάνη το 1923 ήταν κατά πρώτο λόγο νομικά κείμενα. Δεν ήταν εθνολογικές ή ανθρωπολογικές μελέτες, ούτε βέβαια μελέτες διαπίστωσης της εθνικής συνείδησης από την οποία εμφορούνταν οι πληθυσμοί στους οποίους αναφέρονται, τόσον η Διεθνής Συνθήκη Ειρήνης της Λοζάνης, όσον αφορά τις σχετικές διατάξεις της περί προστασίας των μειονοτήτων σε Ελλάδα και Τουρκία, όσο και η διακρατική Σύμβαση μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας περί ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ των δύο χωρών.
Υπό το πρίσμα των σύγχρονων ρυθμίσεων σε διευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, που αποβλέπουν στην προστασία των μειονοτήτων και στην απαγόρευση κάθε μορφής διακρίσεων με κριτήρια θρησκευτικά, εθνοτικά, φυλετικά κ.ά. ο προσδιορισμός μιας μειονότητας με κριτήρια θρησκευτικά κατά παρελθόν (υπό το καθεστώς της Κοινωνίας των Εθνών) δεν επισύρει απαγόρευση εθνοτικού προσδιορισμού αυτής της μειονότητας. Μέχρι σήμερα υπήρξε μόνο μια πρωτοτυπία, ένας λαός να προσδιορισθεί εθνοτικά από την θρησκευτική ταυτότητά του. Πρόκειται για τους Μουσουλμάνους της Βοσνίας Ερζεγοβίνης, οι οποίοι στα πλαίσια της ίδρυσης της Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας επί Τίτο, αποτέλεσαν τη μουσουλμανική εθνότητα, για να διακριθούν από τους Κροάτες και τους Σέρβους με τους οποίους είναι συγγενείς φυλετικά.
Έχω τη γνώμη, ότι είναι μια ερμηνευτική προσέγγιση των προαναφερθέντων νομικών κειμένων που έχουν παραχθεί κατά τις εργασίες της Συνδιάσκεψης της Λοζάνης, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων της ιστορικότητας της εποχής εκείνης (1923), θα μπορούσε να μας απαλλάξει από τις αγκυλώσεις, που οδηγούν σε αδιέξοδα, εξαιτίας της ψευδούς ερμηνείας των κειμένων αυτών.

Ένα από τα ζητήματα που εμφανίζεται κατά καιρούς στο προσκήνιο της δημοσιότητας είναι η διάλυση του σωματείου «ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΝΩΣΙΣ ΞΑΝΘΗΣ», μια και όλες οι ενδιαφερόμενες πλευρές επικαλούνται τα νομικά κείμενα της Συνδιάσκεψης της Λοζάνης. Όπως είναι γνωστό, τούτο το σωματείο αναγνωρίσθηκε δικαστικά το 1946. Η διάλυσή του αποφασίσθηκε το 1986 σε πρώτο βαθμό, από το αρμόδιο δικαστήριο, μετά από σχετική αίτηση του Νομάρχη Ξάνθης. Το Εφετείο Ροδόπης στο οποίο έφθασε η υπόθεση, επικύρωσε την απόφαση του Πρωτοδικείου Ξάνθης. Ο Άρειος Πάγος αναίρεσε την εφετειακή απόφαση κ.τλ. και εν τέλει εκδόθηκε από την Ολομέλεια του Αρείου Πάγου η απόφαση αριθ. 4/2005, με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση του Πρωτοδικείου Ξάνθης που αποφάσισε τη διάλυση του σωματείου αυτού.
Δεν έχω την πρόθεση να ασχοληθώ σε τούτο το άρθρο με το νομικό σχολιασμό της τελευταίας παραπάνω απόφασης του Αρείου Πάγου. Θα ήθελα όμως να σας καταστήσω κοινωνούς ορισμένων προβληματισμών μου σε σχέση με την «ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΞΑΝΘΗΣ».
Μεταξύ των σκοπών που επιδιώκει το παραπάνω σωματείο αναφέρονται και τα εξής: «…να συμβάλλη εις την μεταξύ των Τούρκων της Δυτικής Θράκης διάδοσιν των πνευματικών, κοινωνικών και θρησκευτικών μεταρρυθμίσεων των προελθουσών εκ της Τουρκικής μεταπολιτεύσεως…» (άρθρο 8 καταστατικού).
Έχω τη γνώμη, πως ο προηγούμενος από τους καταστατικούς σκοπούς του σωματείου της Ξάνθης αποτέλεσε την ‘πέτρα του σκανδάλου’ και υπήρξε η κύρια αιτία που οδήγησε το Νομάρχη Ξάνθης στην υποβολή της σχετικής αίτησης προς το δικαστήριο, με την οποία είχε ζητήσει να διαλυθεί το σωματείο. Το γεγονός ότι η ελληνική διοίκηση έκρινε μετά από περίπου σαράντα χρόνια νόμιμης λειτουργίας ενός σωματείου, ότι τούτο επιδιώκει σκοπούς, που υπερβαίνουν τα όρια της νομιμότητας, εύλογα προκαλεί ερωτήματα, για τα οποία σίγουρα οι απαντήσεις μάλλον προκαλούν απογοήτευση[2].
Κατά την άποψή μου, το αν τα ιδρυτικά μέλη αυτού του σωματείου, όπως και όλα τα άλλα πρόσωπα που έγιναν μεταγενέστερα μέλη του, επέλεξαν να αυτοπροσδιοριστούν εθνοτικά ως Τούρκοι, προσωπικά με αφήνει αδιάφορο. Από τη μια μεριά, δεν θεωρώ ότι ένας τουρκικής καταγωγής Έλληνας πολίτης ή Τούρκος ελληνικής ιθαγένειας, αν προτιμάτε, είναι εκ προοιμίου πολίτης αμφίβολης νομιμοφροσύνης έναντι του ελληνικού κράτους. Τα ίδια ισχύουν για τους Αρμένιους ή τους Σλαβομακεδόνες ή τους Εβραίους που έχουν ελληνική ιθαγένεια. Από την άλλη μεριά, αν κάποιος επιθυμεί να ανακαλύψει και να αποδώσει ευθύνες για τον εκτουρκισμό, γλωσσικό κυρίως και κατά δεύτερο λόγο εθνοτικό, των Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης, δεν χρειάζεται να ψάξει επίπονα. Μπορεί να βρει δημοσιευμένες εντολές του Γενικού Διοικητή Θράκης Γεωργίου Φεσσοπούλου (δεκαετία του ’50), με τις οποίες η τότε κυβέρνηση Παπάγου επέβαλλε οι Μουσουλμάνοι και τα μουσουλμανικά ιδρύματα κ.λπ. της Θράκης να προσδιορίζονται πλέον ως «Τούρκοι» και «τουρκικά» αντίστοιχα[3]. Εκείνη την περίοδο βιάστηκαν συνειδήσεις και τρομοκρατήθηκαν Μουσουλμάνοι από όργανα του ελληνικού κράτους, για να αποδεχθούν την τουρκική εθνοτική ταυτότητα.
Δεν χωρεί αμφιβολία, ότι η «ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΞΑΝΘΗΣ» σύμφωνα με το άρθρο 8 του καταστατικού της, σκόπευε εξαρχής να προπαγανδίσει στη Δυτική Θράκη τις αρχές που διέπουν τη δομή και τη λειτουργία της Τουρκικής Δημοκρατίας και ενέπνευσε ο Κεμάλ Ατατούρκ. Με άλλα λόγια, η «ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΝΩΣΗ ΞΑΝΘΗΣ» επιδιώκει, μεταξύ των άλλων, να διαδώσει μεταξύ Ελλήνων πολιτών και μέσα στην ελληνική επικράτεια τον ‘Κεμαλισμό’, μια πολιτική ιδεολογία εθνοκεντρικού χαρακτήρα, μιας ξένης χώρας, της Τουρκίας.
[1] Αναδημοσιεύθηκε σε συλλεκτικό τεύχος του περιοδικού ‘The National Geographic Magazine’, τεύχος καλοκαιριού 2006.
[2] Το 1946 η Ελλάδα ματώνει από τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των δυνάμεων του κράτους και του λεγόμενου ‘Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας’, οργάνου του Κ.Κ.Ε.. Η Βουλγαρία, όπως και οι άλλες βόρειες γειτονικές χώρες έχουν εγκαταστήσει καθεστώτα καθηγούμενα από τα κομμουνιστικά κόμματα και ανήκουν πλέον στο τότε ‘σιδηρούν παραπέτασμα’. Σε διεθνές επίπεδο ο ‘ψυχρός πόλεμος’ αντιπαράθεσης του ‘ελεύθερου κόσμου’ έναντι του ‘σοβιετικού μπλοκ’ είναι σε οξεία φάση. Η Τουρκία είναι η μόνη γειτονική χώρα της Ελλάδος που ανήκει στον ‘ελεύθερο κόσμο’ και αργότερα, όταν ιδρύεται το ΝΑΤΟ, Ελλάδα και Τουρκία είναι μέλη αυτής της στρατιωτικής συμμαχίας και επομένως σύμμαχες χώρες σ’ έναν ανηλεή αγώνα έναντι του διεθνούς κομμουνισμού. Ο κομμουνισμός αποτελεί για την Ελλάδα εσωτερικό και εξωτερικό ταυτόχρονα κίνδυνο. Η Τουρκία και ό,τι μπορεί να έχει σχέση μ’ αυτήν, όχι μόνο δεν συνιστά απειλή, απεναντίας ενισχύει το αντικομμουνιστικό μέτωπο. Επομένως, τόσο οι Μουσουλμάνοι της Θράκης είναι σημαντικό να ‘γίνουν’ Τούρκοι και όχι απλώς Μουσουλμάνοι, όσο είναι σημαντικό, όσοι από τους Μουσουλμάνους δεν είναι φυλετικά Τούρκοι να εκτουρκιστούν, ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος διείσδυσης του ‘κομμουνιστικού μικροβίου’ από τη Βουλγαρία στην Ελλάδα, μέσω ομάδων φυλετικά συγγενών που κατοικούν την Ροδόπη και στις δυο πλευρές των συνόρων (Πομάκοι).
[3] Πρόκειται για το υπ’ αριθ. πρωτ. Α1043/27.12.1954 επείγον έγγραφο της Γενικής Διοικήσεως Θράκης και για το υπ’ αριθ. πρωτ. Α202/05.02.1955 έγγραφο της ίδιας αρχής.

0 yorum: