Η ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΛΟΖΑΝΗΣ -1

Azınlıkça
Kasım 2006
Sayı 24
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΔΟΣ

Η ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΛΟΖΑΝΗΣ (1922-1923)
ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
ΚΑΙ ΤΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΜΕ ΤΙΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Στο προηγούμενο άρθρο μου σε τούτο το περιοδικό, είχα αναφερθεί στην κατά κόρον αναφορά από διαφόρους στον τόπο μας, σε ρυθμίσεις της Συνθήκης Ειρήνης της Λοζάνης της 24 Ιουλίου 1923, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της μουσουλμανικής μειονότητας της Ελλάδας, ως θρησκευτικής μόνο και τον χαρακτηρισμό της ελληνορθόδοξης μειονότητας της Κωνσταντινουπόλεως, ως εθνικής ελληνικής μειονότητας. Για την πληρέστερη ενημέρωση κάθε αναγνώστη καλής θελήσεως θα ήθελα να διατυπώσω ορισμένες, τεκμηριωμένες το κατά δύναμη απόψεις, ώστε επιτέλους να τοποθετηθούν τα πράγματα σε αντικειμενική βάση.
Μετά το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, που προκλήθηκε από τον ανταγωνισμό δύο συνασπισμών κρατών, του συνασπισμού της Entente όπως ονομαζόταν, στον οποίο συμμετείχαν ένα σωρό χώρες, με προεξάρχουσες τις άλλοτε Αυτοκρατορίες, Ρωσική και Βρετανική, τη Γαλλία, την Ιταλία και κράτη που διατηρούσαν σχέση συμμαχίας με τις παραπάνω μεγάλες τότε δυνάμεις (Ελλάδα, Ινδία, Ιαπωνία, Αυστραλία, Καναδάς κ.ά.) και του συνασπισμού της Κεντρικής Ευρώπης, που συμμετείχε η Γερμανία και η Οθωμανική Αυτοκρατορία, αναδείχθηκαν νικητές οι χώρες της Entente. Πολιτικά, αυτή η νίκη σήμανε από τη μια μεριά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, την ενσωμάτωση πρώην οθωμανικών εδαφών σε νεοσύστατα και όχι μόνο κράτη, και από την άλλη διασφάλιζε την ανεξαρτησία του νεοσύστατου κράτους της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Οι χώρες που νίκησαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία είχαν κάθε συμφέρον, για διαφορετικούς συχνά λόγους η καθεμιά, να ρυθμίσουν μετά από διαπραγματεύσεις το διαμελισμό της άλλοτε οθωμανικής επικράτειας. Με αφορμή την προηγούμενη ανάγκη συνεκλήθη από το Νοέμβριο του 1922 έως και την 23 Ιουλίου 1923 η Συνδιάσκεψη της Λοζάνης. Καρπός των διαπραγματεύσεων αυτών υπήρξαν, από τη μια μεριά η διακρατική σύμβαση, που υπογράφηκε στις 30 Ιανουαρίου 1923 στη Λοζάνη, μεταξύ των κυβερνήσεων της Ελλάδος και της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Τουρκίας περί ανταλλαγής πληθυσμών ανάμεσα στις δύο χώρες. Στο πρώτο άρθρο αυτής της συμβάσεως προβλεπόταν ότι από την 1η Μαΐου του 1923 θα άρχιζε η ανταλλαγή των τουρκικής υπηκοότητας εγκατεστημένων στην τουρκική επικράτεια κατοίκων ελληνορθόδοξου θρησκεύματος και αντίστοιχα των ελληνικής υπηκοότητας εγκατεστημένων στην ελληνική επικράτεια κατοίκων μουσουλμανικού θρησκεύματος. Το άρθρο δύο της συμβάσεως εξαιρεί από την ανταλλαγή, τους Έλληνες κατοίκους της Κωνσταντινουπόλεως και τους Μουσουλμάνους κατοίκους της Δυτικής Θράκης. Όλοι οι Έλληνες που είχαν εγκατασταθεί πριν από τις 30 Οκτωβρίου 1918 στις περιοχές που διοικούνται από τη Νομαρχία της πόλης της Κωνσταντινουπόλεως[1] θα θεωρηθούν ως κάτοικοι Κωνσταντινουπόλεως. Από την άλλη μεριά, όλοι οι Μουσουλμάνοι που κατοικούν στην περιοχή, ανατολικά της συνοριακής γραμμής που χαράχθηκε το 1913 μετά τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, θα θεωρηθούν κάτοικοι της Δυτικής Θράκης.
Στις 24 Ιουλίου 1923 υπογράφηκε στη Λοζάνη η ομώνυμη Συνθήκη Ειρήνης μεταξύ της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας, της Ελλάδος, της Ρουμανίας, του κράτους των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων και της Τουρκίας. Πρόκειται για εκτεταμένη διεθνή συνθήκη, που ρυθμίζει ποικίλα ζητήματα, τα οποία προέκυψαν μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κατ’ αρχήν με τη Συνθήκη της Λοζάνης δημιουργήθηκε ως μέλος της διεθνούς κοινότητας η Τουρκική Δημοκρατία και προσδιορίσθηκαν τα όρια της επικράτειάς της. Η σημασία αυτής της Συνθήκης συνεχίζει να είναι κεφαλαιώδης και σήμερα ακόμη, αν λάβουμε υπόψη ότι στη Διακήρυξη ίδρυσης κράτους της Παλαιστίνης που ψηφίσθηκε στο Αλγέρι το 1988 γίνεται επίκληση μεταξύ των άλλων και της Συνθήκης της Λοζάνης του 1923, προκειμένου να δικαιολογήσουν το δικαίωμα ίδρυσης παλαιστινιακού κράτους. Μέσα στον πολυποίκιλο όγκο των διατάξεων που περιέχονται στη Συνθήκη της Λοζάνης συναντούμε και ρυθμίσεις που περιέχονται στα άρθρα 37 έως 45 και αποβλέπουν στην παροχή προστασίας στις μειονότητες που είναι εγκατεστημένες στην Τουρκία και στην Ελλάδα. Οι συντάκτες της Συνθήκης στις παραπάνω διατάξεις αποφεύγουν να προσδιορίσουν τις προστατευόμενες μειονότητες εθνοτικά ή φυλετικά. Επιλέχθηκαν οι όροι «Μουσουλμάνοι» για τη μειονότητα της Ελλάδας και «μη μουσουλμανικές μειονότητες» για τις μειονότητες της Τουρκίας. Με τη Συνθήκη της Λοζάνης και συγκεκριμένα με το άρθρο 14 καθορίστηκε οριστικά το καθεστώς κυριαρχίας επί των νησιών του βορείου Αιγαίου Ίμβρου και Τενέδου. Τα δύο αυτά νησιά του Αιγαίου επί μια δεκαετία περίπου, από το 1912 ως το 1923 ανήκαν στην Ελλάδα. Με τη Συνθήκη της Λοζάνης, για λόγους που ανάγονται στην αμυντική κυρίως θωράκιση της Τουρκίας, τα δύο νησιά έγιναν μέρος της τουρκικής επικράτειας, μ’ ένα καθεστώς ευρύτατης αυτονομίας και αυτοδιοίκησης για το μη μουσουλμανικό[2] πληθυσμό τους, με πρόβλεψη η αστυνομική δύναμη των νησιών να στελεχώνεται αποκλειστικά από εντόπιους, μη Μουσουλμάνους, κατοίκους. Τέλος, με την παραπάνω διάταξη της Συνθήκης οι κάτοικοι των δύο νησιών χαρακτηρίζονταν μη ανταλλάξιμοι [3].
Τόσον η διεθνής Συνθήκη Ειρήνης της Λοζάνης όσο και η διακρατική σύμβαση Ελλάδος και Τουρκίας περί ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ των δύο χωρών[4] υπήρξαν καρπός των διαβουλεύσεων της Συνδιάσκεψης της Λοζάνης (1922-1923). Όπως είδαμε πιο πάνω, με τη σύμβαση περί ανταλλαγής των πληθυσμών, οι εξαιρούμενοι της ανταλλαγής Τούρκοι υπήκοοι ονομάζονται ‘Έλληνες’, δηλαδή τους προσδίδεται εθνοτικός χαρακτηρισμός, ενώ απεναντίας οι εξαιρούμενοι της ανταλλαγής Έλληνες υπήκοοι ονομάζονται ‘Μουσουλμάνοι’, κάτι που συνιστά δίχως αμφιβολία ένα θρησκευτικό χαρακτηρισμό. Εξαιτίας των παραπάνω διακρίσεων και προσδιορισμών των μη ανταλλάξιμων πληθυσμών που επέλεξαν οι συμβαλλόμενες χώρες κατά τη διατύπωση της σχετικής σύμβασης, συχνά, ιδίως τις τελευταίες δεκαετίες, δημιουργούνται τριβές όσον αφορά το κατά πόσον είναι θεμιτό μέλη της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης να αυτοπροσδιορίζονται εθνοτικά ή φυλετικά ως Τούρκοι.
Κατά την περίοδο που διεξάγονταν οι εργασίες της Συνδιάσκεψης της Λοζάνης το καθεστώς της νέας Τουρκίας, που ίδρυσε ο Κεμάλ Ατατούρκ, δεν είχε σταθεροποιηθεί, ενώ μεταξύ μελών της διεθνούς κοινότητας εγείρονταν αμφισβητήσεις ως προς τη νομιμότητά του[5]. Μολονότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε ήδη καταρρεύσει, κατά την έναρξη των εργασιών της Συνδιάσκεψης είχε τεθεί υπό αμφισβήτηση, από ορισμένους κύκλους, η εκπροσώπηση της Τουρκίας από μέλη της Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης ως φορέα της νέας εξουσίας σ’ αυτή τη χώρα. Οι δομές του νέου καθεστώτος στην Τουρκία δεν είχαν διαμορφωθεί πλήρως ενώ επικεφαλής της τουρκικής αντιπροσωπείας ήταν ένας ικανός στρατιωτικός αλλά μάλλον άπειρος διπλωμάτης, ο Ισμέτ Ινονού, ενώ ιθύνων νους αναδείχθηκε ένας γιατρός, ο Ριζά Νουρ, που ήταν υπουργός Υγείας, και αποδείχθηκε σκληρός διαπραγματευτής υπέρ των τουρκικών συμφερόντων.
Παραδοσιακά η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν ο προστάτης όλων των Μουσουλμάνων των Βαλκανίων, ανεξαρτήτως εθνοφυλετικής καταγωγής. Ενόσω ακόμη η ‘αρχή των εθνοτήτων’, ως πολιτική πρόταση δυτικής προέλευσης, δεν είχε επηρεάσει ακόμα δραστικά την οθωμανική επικράτεια, οι πληθυσμοί αυτής της μεγάλης χώρας διακρίνονταν μεταξύ τους με θρησκευτικά κριτήρια (σύστημα των μιλλιέτ). Οι Μουσουλμάνοι αποτελούσαν μια ενιαία κοινότητα, ανεξαρτήτως εθνοφυλετικής καταγωγής. Μετά το βουλγαρικό σχίσμα (1870) επήλθε διάσπαση στη θρησκευτική κοινότητα των Ελληνορθοδόξων Χριστιανών. Πέραν της κοινότητας των «Ρουμ Ορτοντόξ» που είχαν ηγέτη τους τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και στην οποία ανήκαν Ορθόδοξοι Έλληνες και Άραβες, αναγνωρίσθηκε και η βουλγαρική ορθόδοξη κοινότητα, με επικεφαλής τον Έξαρχο που έδρευε στην Κωνσταντινούπολη.
Το κύριο μέλημα της τουρκικής αντιπροσωπείας στη Συνδιάσκεψη της Λοζάνης ήταν να περισωθούν, όσο το δυνατό περισσότερα εδάφη υπέρ της νέας Τουρκίας, από τα σπαράγματα της άλλοτε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ειδικότερα σε σχέση με τη Σύμβαση περί ανταλλαγής πληθυσμών, όπως ειπώθηκε, ήταν μια διακρατική σύμβαση μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας και όσον αφορά τον καθορισμό των μη ανταλλάξιμων πληθυσμών, ορθά για τις τότε συνθήκες, έγινε αναφορά σε Έλληνες κατοίκους της Κωνσταντινουπόλεως, αφού κάθε άλλος προσδιορισμός των μη ανταλλάξιμων κατοίκων για τα ελληνικά συμφέροντα θα ήταν ανακριβής και ίσως προκαλούσε συγχύσεις[6]. Από την άλλη μεριά ορθά έγινε αναφορά σε μη ανταλλάξιμους Μουσουλμάνους κατοίκους της Δυτικής Θράκης, αφού εκείνη την εποχή δεν ήταν ευχερής η διάκριση των Μουσουλμάνων της περιοχής με κριτήρια εθνοφυλετικής καταγωγής ή με κριτήρια εθνικής συνείδησης[7].
[1] Στο επίσημο κείμενο στην αγγλική γλώσσα χρησιμοποιείται το τοπωνύμιο ‘Constantinople’.
[2] Μολονότι κατά την περίοδο πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο ο πληθυσμός ιδίως της Ίμβρου, σε ποσοστό 92% ήταν Έλληνες, το πρωτότυπο κείμενο της Συνθήκης στην αγγλική γλώσσα αναφέρεται σε μη μουσουλμανικό πληθυσμό.
[3] Η Ελλάδα ουσιαστικά, ουδέποτε επέδειξε ενδιαφέρον ως προς τον σεβασμό και την τήρηση του καθεστώτος αυτονομίας και αυτοδιοίκησης της Ίμβρου και της Τενέδου εκ μέρους της Τουρκίας, με αποτέλεσμα ο ελληνικός πληθυσμός τους να συρρικνωθεί απελπιστικά και οι ρυθμίσεις που προέβλεπε γι’ αυτά η Συνθήκη της Λοζάνης να καταστούν κενό γράμμα.
[4] Είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε ότι την ανταλλαγή των πληθυσμών είχε απαιτήσει η ελληνική αντιπροσωπεία στη Συνδιάσκεψη της Λοζάνης, ιθύνων νους της οποίας ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
[5] Η διακήρυξη ίδρυσης της Τουρκικής Δημοκρατίας εξαγγέλθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 1923. Στις 29 Οκτωβρίου 1923 ο Κεμάλ Αττατούρκ ιδρύει το «Ρεπουμπλικανικό Κόμμα του Λαού», που αποτέλεσε το εργαλείο εδραίωσης του νέου καθεστώτος της Τουρκίας.
[6] Υπολογίζεται πως εκείνη την εποχή οι Έλληνες της Κωνσταντινουπόλεως ανέρχονταν σε 400.000, ενώ ο αριθμός των Μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης ήταν κατά πολύ μικρότερος.
[7] Η έννοια ‘εθνική συνείδηση’ είναι πλέον αποδεκτό πως δεν συνδέεται άρρηκτα με την εθνοφυλετική καταγωγή. Κατά βάση είναι ζήτημα πολιτικό και ανάγεται στη σφαίρα της επιλογής ως προς μεμονωμένα πρόσωπα, ενώ ως προς ευρύτερες ομάδες ή ως προς λαούς η ‘εθνική συνείδηση’ εν πολλοίς επιβάλλεται με ποικίλους μηχανισμούς προπαγάνδας.

0 yorum: