Αζινλίκτσα
Τεύχος:34
Ιανουάριος 08
Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης
Επίκουρος Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
ktsitselikis@yahoo.com
Η πρόσφατη δήλωση του Υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας ότι η προστασία των μειονοτήτων δεν υπόκειται στην αρχή της αμοιβαιότητας[1] αποτελεί ασφαλώς καινοτομία στην τουρκική πολιτική απέναντι στα μειονοτικά πράγματα, χωρίς όμως να είναι ξεκάθαρο εάν θα επηρεάσει αποφασιστικά τις εφαρμοστέες πολιτικές. Ας μη ξεχνάμε ότι αναμένεται άμεσα η υιοθέτηση νόμου για τα βακούφια και στις δύο χώρες και ότι η αμοιβαιότητα αποτέλεσε έναν σημαντικό παράγοντα για τον μη σεβασμό των μειονοτικών δικαιωμάτων και την χειραγώγηση των μειονοτικών επί σειρά δεκαετιών.
Το δυναμικό της εθνικής συγγένειας Ελλάδας και Τουρκίας έπαιξε αποφασιστικό ρόλο για την συγκρότηση των εθνικών χαρακτηριστικών στην ευρύτερη περιοχή μέσα από την εγκόλπωση των ελληνοορθοδόξων και των μουσουλμάνων στις νεωτερικές εθνικές ιδεολογίες. Το ελληνικό και τουρκικό κράτος, έχοντας ιδεολογικό θεμέλιο το έθνος, λειτούργησε ως μητέρα πατρίδα για τους αντίστοιχους μειονοτικούς πληθυσμούς, καθιστώντας τους Ελληνορθόδοξους και τους μουσουλμάνους “δικές τους μειονότητες” στο έδαφος του γείτονα. Από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της τουρκικής πολιτικής στην μετά Λοζάνη εποχή, ήταν η ενδυνάμωση μιας ενιαίας εθνικής ταυτότητας στη μειονότητα, ενώ το έργο αυτό είχε εν πολλοίς συντελεστεί για τους αστικοποιημένους ρωμαίικους πληθυσμούς της Κωνσταντινούπολης από τα τέλη του 19ου αιώνα. Στο εσωτερικό της Τουρκίας η συγρότηση της τουρκικής εθνικής ταυτότητας για όλους τους μουσουλμάνους πολίτες καθιερώθηκε με την αντίστροφη χρήση της Συνθήκης της Λοζάνης: Καθώς ο πληθυσμός της Τουρκίας ήταν διαιρεμένος σε μουσουλμάνους και μη μουσουλμάνους, οι πρώτοι θεωρήθηκαν αυτόματα συστατικά στοιχεία του τουρκικού έθνους, ενώ οι δεύτεροι “ντόπιοι ξένοι” [yerli yabancılar]. Η ιδεολογική αυτή διχοτόμηση, αντανακλάται έκτοτε στην τουρκική εξωτερική πολιτική και εφαρμογή σχετικού εσωτερικού δικαίου στη σχέση της με τη μειονότητα της Θράκης, η οποία θεωρείται τμήμα της τουρκικής ομογένειας του εξωτερικού [soydaşlık][1]. Αντίστοιχα, η Ελλάδα θεωρεί και φέρεται απέναντι στην ελληνορθόδοξη μειονότητα της Κωνσταντινούπολης, Ίμβρου και Τενέδου ως μητέρα πατρίδα μέσω του αντίστοιχου θεσμού της “ομογένειας”, θεσμοθετημένης και από το ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 108). Έτσι η διπλή παρεμβατικότητα που ασκείται από τα δύο κράτη διαρθρώνεται επί δομών εθνικών συγγενειών απέναντι σε διμερείς ανταγωνισμούς.
Η περίπτωση των τουρκο-μουσουλμάνων της Ελλάδας, όπως και των Ρωμιών της Τουρκίας, καταδεικνύει πως η ευθυγράμμιση του εθνισμού μιας μειονότητας με την εθνική ταυτότητα της μητέρας πατρίδας θεωρείται ως απειλή από το κράτος ιθαγένειας της μειονότητας. Στην προσπάθεια να αποφευχθεί η ανάπτυξη εθνικής ετερότητας σε Ελλάδα και Τουρκία το δίκαιο πολλές φορές χρησιμοποιήθηκε εργαλειακά για την άσκηση καταπιεστικών πολιτικών με το ένδυμα της προστασίας των μειονοτήτων και μάλιστα σε εφαρμογή της αρχής της αμοιβαιότητας, μέσα από μια διπλή λειτουργία: την αμοιβαία εφαρμογή του δικαιώματος παρέμβασης υπέρ της μειονότητας (droit de regard) και δικαίωμα εφαρμογής αντιμέτρων από το κράτος ιθαγένειας. Αν το πρώτο οιονεί δικαίωμα υπόκειται σε πλήθος περιορισμών το δεύτερο αποτελεί ευθεία παραβίαση του διεθνούς δικαίου, καθώς ρητά αποκλείεται η αρχή της αμοιβαιότητας σε ζητήματα προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου (άρ. 60 Συνθήκης της Βιένης, περί του δικαίου των συνθηκών). Εξάλλου η αρχή της αμοιβαιότητα κατά το διεθνές δίκαιο εφαρμόζεται σε αλλοδαπούς και όχι σε πολίτες του κράτους.
Η αμοιβαιότητα συνιστά έναν μηχανισμό συμπεριφοράς, που ανταποκρίνεται σε μία ψυχολογικού τύπου αντίδραση, δηλαδή, “κάνε και εσύ ό,τι σου έκανε και ο αντίπαλός σου”, ως μια μορφή εκδίκησης. Η αντίδραση είναι χαοτικού τύπου ως προς την τυπολογία της και τις επί μέρους εκφάνσεις της. Αν και νομικά παράνομη, διατηρείται ακόμη σε νομικά κείμενα ως ένδειξη των αντιστάσεων που προτάσσουν ιδεολογικές εμμονές. Η ιστορία των διακρίσεων κατά των μειονοτήτων εντάσσει την αρχή της αμοιβαιότητας σε μία πολυπλοκότητα καταστάσεων, οι οποίες δεν υπόκεινται σε καθαρού τύπου πολιτικές ή νομικές αναλύσεις. Έτσι, τα γενικότερα πολιτικά συμφραζόμενα καθιστούν σημαντικό διακύβευμα αυτό που είναι νομικά κενό περιεχομένου, καθώς ιδολογικοποιούν στάσεις με βάσει το «γένος» και την «εθνική συγγένεια» ως αξιακά ανώτερες κατηγορίες αλληλεγγύης από ό,τι οι δεσμοί της ιθαγένειας.
Τα μέτρα και αντίμετρα που αντιμετώπισαν οι δύο μειονότητες σε Ελλάδα και Τουρκία δείχνουν να ακολουθούν ένα χαοτικό σχήμα πολιτικής συμπεριφοράς και υιοθέτησης νομικών κανόνων. Εκτός από ορισμένα μέτρα τα οποία ελήφθησαν ως άμεσα ανταπόδοση παρόμοιων μέτρων της άλλης πλευράς, παρατηρείται μια περιπλοκότητα, ως προς την ποιότητα και ποσότητα των διαφόρων μέτρων τα οποία αποσκοπούσαν στην ικανοποίηση πολιτικών στόχων, σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο, ακόμα και η λήψη προληπτικών μέτρων κατά εκείνων τα οποία το άλλο μέρος θα μπορούσε να λάβει. Μέτρα τα οποία δεν αφορούσαν τις μειονότητες, αλλά προκάλεσαν την εφαρμογή της αμοιβαιότητας, μέτρα τα οποία ανακοινώθηκαν, αλλά δεν εφαρμόστηκαν, μέτρα άμεσης αμοιβαιότητας, κλπ. Όλες αυτές οι κατηγορίες συμπεριφοράς, εντάσσονται στο σύνδρομο της αμοιβαιότητας, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο άσκησης καταπιεστικών πολιτικών όχι αυστηρά στο πλαίσιο μειονοτικών πολιτικών, αλλά των ευρύτερων διμερών συγκρουσιακών ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η ανακήρυξη από την ελληνική πλευρά του δόγματος της ένωσης για την Κύπρο από τα μέσα του 1950 και το πογκρόμ κατά των Ρωμιών της Κωνσταντινούπολης το 1955, η καταγγελία της ιδρυτικής συνθήκης της Κύπρου από τον Μακάριο, και τα αιματηρά γεγονότα του 1964 και 1968 στην Κύπρο, η απέλαση των Ελλήνων πολιτών το 1964, η τουρκική εισβολή του 1974 αποτελούν τα γεγονότα σταθμούς που καθόρισαν την πολιτική της αμοιβαιότητας (ενίοτε ως αντίποινα) με άμεσο αποδέκτη τη μειονότητα της Θράκης. Το κλείσιμο των σχολείων της Ίμβρου και Τενέδου το 1964, της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης το 1971, το κλείσιμο των σχολείων των μουσουλμάνων της Ρόδου και Κω το 1971 αποτελούν επί μέρους κρίκους στην αλυσίδα της αμοιβαιότητας.
Εξάλλου, η επιμέλεια για την εφαρμογή της αμοιβαιότητας από την πλευρά των κρατών κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, αλλά και εν μέρει μέχρι τις μέρες μας, υπήρξε ο εύκολος δρόμος να αποφευχθεί η απάντηση στο ερώτημα ως προς το πώς θα προστατευτεί αποτελεσματικά η μειονοτική ετερότητα με την διασφάλιση των όρων κοινωνικής ανσωμάτωσης. Δηλαδή, στο ερώτημα σχετικά με τον τρόπο που θα περιοριστεί η έκφραση εκείνων των μορφών εθνικισμού οι οποίες και στις δύο πλευρές οικοδομούν ανταγωνισμούς και αμοιβαία αποκλειόμενη αντιθετική σχέση.
Η πεποίθηση ότι η αμοιβαιότητα είναι χρήσιμη και ότι πρέπει να εφαρμόζεται είναι σε υποχώρηση στην ελληνική επίσημη ρητορική σχετικά με τις μειονότητες, αλλά και νομικών κειμένων: πρόσφατα η εισαγωγική έκθεση του νόμου σχετικά με την φοροαπαλλαγές των βακουφίων (ν. 3536/2007) αποκήρυξε ρητά την αμοιβαιότητα ως «μη συνάδουσα με τις ευρωπαϊκές αντιλήψεις». Κρατικοί αξιωματούχοι αναφέρονται σε αυτή όλο και λιγότερο. Ωστόσο, το επιχείρημα υπέρ της αριθμητικής ισορροπίας το οποίο αποτελεί το πρώτο βήμα για την πολιτικού τύπου αμοιβαιότητα είναι διαδεδομένο σε πολλά επίπεδα, ως απόδειξη των σκληρών πολιτικών που άσκησαν οι τουρκικές κυβερνήσεις που ώθησαν σε πληθυσμιακό μαρασμό τους Ρωμιούς της Τουρκίας. Αντίθετα το δόγμα της αμοιβαιότητας, είναι ακόμη ορατό σε θεσμικό επίπεδο στην Τουρκία, και κυρίως σε πολιτικό καθώς συχνά από επίσημα χείλη γίνεται αναφορά σε αυτό. Σχετικά με το ενδεχόμενο της επαναλειτουργίας της σχολής της Χάλκης, ανώτερος αξιωματούχος δήλωσε το 2004: “Η σχολή θα δέχεται σπουδαστές από την Ελλάδα και άλλες χώρες. Η εισροή του αριθμοί σπουδαστών πρέπει να είναι αμοιβαία με τις χώρες προέλευσης. Κατά την επαναλειτουργία της σχολής πρέπει να εφαρμοστεί η αμοιβαιότητα ειδικά με την Ελλάδα”[2]. Με την ίδια αφορμή αναφέρθηκε ότι σε περίπτωση που ανοίξει η Χάλκη τότε μέσω της αμοιβαιότητας θα πρέπει να αυξηθεί ο αριθμός των μετακλητών από Τουρκία καθηγητών του μειονοτικού Γυμνασίου-Λύκειο Κομοτηνής[3]. Παρόμοιες υπήρξαν και οι αντιδράσεις κατά τη συζήτηση στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση του νομοσχεδίου για την διεύρυνση των μειονοτικών ρωμαίικων σχολείων και σε έλληνες πολίτες, το οποίο τελικά δεν πέρασε. Τέλος, την αρχή της αμοιβαιότητητας επικαλέστηκε ο Τούρκος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος άσκησε βέτο στο νομοσχέδιο για τα βακούφια (29.11.2006).
Η αντίληψη ότι η αμοιβαιότητα αποτελεί κύριο οδηγό για την κρατική πολιτική αναφορικά με τις μειονότητες αδειάζει αυτόματα το περιεχόμενο του νομικού και πολιτικού δεσμού που αποτελεί η ιδιότητα του πολίτη και θέτει τον μειονοτικό πληθυσμό σε καθεστώς εξάρτησης, αν όχι ομηρίας, το οποίο αντίκειται σε θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου και σε καταστατικές αρχές του κράτους δικαίου.
Αξίζει να αναφερθεί μια παρατήρηση σχετικά με τη στάση των ίδιων των μειονοτήτων σχετικά με την αρχή της αμοιβαιότητας. Συχνά επαναπαύονται στην ιδέα ότι η αμοιβαιότητα μπορεί να είναι χρήσιμη ακόμα και αναγκαία για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων τους, όπως αυτά κατοχυρώνονται από την Λοζάνη (βλ. Συνέδριο της μειονότητας για την εκπαίδευση, Κομοτηνή 25-26.11.2005, ή Συνέδριο των Τούρκων Δυτικής Θράκης, 16-17 Ιουλίου 2006 Κωνσταντινούπολη, όπου και σχετικός λόγος του πρωθυπουργού Τ. Εντογάν). Μόνο σπάνια έγιναν διακηρυκτικές καταγγελίες από φορείς ή σημαίνουσες προσωπικότητες της μειονότητας κατά της αμοιβαιότητας, όπως στο Συνέδριο που διοργάνωσε το ΚΕΜΟ για την εκπαίδευση των δύο μειονοτήτων (Κομοτηνή 4.12.2004), ή στο 1ο συνέδριο των Ρωμιών (Κωνσταντινούπολη, 31.6.-2.7.2006).
Η αποτυχία της τήρησης της Συνθήκης, ακόμα και όταν απαιτήθηκε διμερής συνεργασία σε τεχνικό επίπεδο, ασφαλώς οφείλεται στην άσκηση πολιτικών πιέσεων. Η ευρωπαϊκή διαδρομή της Ελλάδας, και η ενδεχόμενη ανάλογη προοπτική της Τουρκίας, μπορούν να αποδεσμεύσουν τη θέση των μειονοτήτων από την κακώς εννοούμενη αμοιβαιότητα, να την αποκόψουν από το διμερές δικαιώματα παρέμβασης και να το εντάξουν σε ένα πολυμερές σύστημα ελέγχου ουσιαστικής προστασίας των μειονοτήτων. Η προοπτική αυτή θα αποδέσμευε τους Τούρκους-μουσουλμάνους της Θράκης, και τους Ρωμιούς της Πόλης και των νησιών, από το βάρος της αρνητικής αμοιβαιότητας, από την οποία υπέφεραν επί μακρόν, και να την απονομιμοποιήσουν ουσιαστικά. Το ζήτημα των περιορισμών που επιβάλλονται στα δικαιώματα των μειονοτήτων στο όνομα της αμοιβαιότητας μεταξύ ελληνικών και τουρκικών κυβερνήσεων δεν μπορεί να λυθεί εάν και οι δύο εθνικές ιδεολογίες –οι οποίες διατηρούν στενές ερμηνείες σχετικά με την έννοια του εθνικού συμφέροντος- βρουν τον δρόμο και τον τρόπο να καταστούν αμοιβαία συμβατές ή έστω αδιάφορες. Μέχρι τότε θα παρακολουθήσουμε περισσότερα επεισόδια στο σήριαλ της αμοιβαιότητας.
[1] Ελευθεροτυπία, 5.12.2007.
[1] Συμβούλιο υπουργών, 1988, εγκύκλιος για την “Προστασία κατά του σαμποτάζ”.
[2] Hilal Köylü, Radikal, 1.11.2004.
[3] Hilal Köylü, Radikal, 4.6.2005.
Τεύχος:34
Ιανουάριος 08
Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης
Επίκουρος Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
ktsitselikis@yahoo.com
Η πρόσφατη δήλωση του Υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας ότι η προστασία των μειονοτήτων δεν υπόκειται στην αρχή της αμοιβαιότητας[1] αποτελεί ασφαλώς καινοτομία στην τουρκική πολιτική απέναντι στα μειονοτικά πράγματα, χωρίς όμως να είναι ξεκάθαρο εάν θα επηρεάσει αποφασιστικά τις εφαρμοστέες πολιτικές. Ας μη ξεχνάμε ότι αναμένεται άμεσα η υιοθέτηση νόμου για τα βακούφια και στις δύο χώρες και ότι η αμοιβαιότητα αποτέλεσε έναν σημαντικό παράγοντα για τον μη σεβασμό των μειονοτικών δικαιωμάτων και την χειραγώγηση των μειονοτικών επί σειρά δεκαετιών.
Το δυναμικό της εθνικής συγγένειας Ελλάδας και Τουρκίας έπαιξε αποφασιστικό ρόλο για την συγκρότηση των εθνικών χαρακτηριστικών στην ευρύτερη περιοχή μέσα από την εγκόλπωση των ελληνοορθοδόξων και των μουσουλμάνων στις νεωτερικές εθνικές ιδεολογίες. Το ελληνικό και τουρκικό κράτος, έχοντας ιδεολογικό θεμέλιο το έθνος, λειτούργησε ως μητέρα πατρίδα για τους αντίστοιχους μειονοτικούς πληθυσμούς, καθιστώντας τους Ελληνορθόδοξους και τους μουσουλμάνους “δικές τους μειονότητες” στο έδαφος του γείτονα. Από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της τουρκικής πολιτικής στην μετά Λοζάνη εποχή, ήταν η ενδυνάμωση μιας ενιαίας εθνικής ταυτότητας στη μειονότητα, ενώ το έργο αυτό είχε εν πολλοίς συντελεστεί για τους αστικοποιημένους ρωμαίικους πληθυσμούς της Κωνσταντινούπολης από τα τέλη του 19ου αιώνα. Στο εσωτερικό της Τουρκίας η συγρότηση της τουρκικής εθνικής ταυτότητας για όλους τους μουσουλμάνους πολίτες καθιερώθηκε με την αντίστροφη χρήση της Συνθήκης της Λοζάνης: Καθώς ο πληθυσμός της Τουρκίας ήταν διαιρεμένος σε μουσουλμάνους και μη μουσουλμάνους, οι πρώτοι θεωρήθηκαν αυτόματα συστατικά στοιχεία του τουρκικού έθνους, ενώ οι δεύτεροι “ντόπιοι ξένοι” [yerli yabancılar]. Η ιδεολογική αυτή διχοτόμηση, αντανακλάται έκτοτε στην τουρκική εξωτερική πολιτική και εφαρμογή σχετικού εσωτερικού δικαίου στη σχέση της με τη μειονότητα της Θράκης, η οποία θεωρείται τμήμα της τουρκικής ομογένειας του εξωτερικού [soydaşlık][1]. Αντίστοιχα, η Ελλάδα θεωρεί και φέρεται απέναντι στην ελληνορθόδοξη μειονότητα της Κωνσταντινούπολης, Ίμβρου και Τενέδου ως μητέρα πατρίδα μέσω του αντίστοιχου θεσμού της “ομογένειας”, θεσμοθετημένης και από το ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 108). Έτσι η διπλή παρεμβατικότητα που ασκείται από τα δύο κράτη διαρθρώνεται επί δομών εθνικών συγγενειών απέναντι σε διμερείς ανταγωνισμούς.
Η περίπτωση των τουρκο-μουσουλμάνων της Ελλάδας, όπως και των Ρωμιών της Τουρκίας, καταδεικνύει πως η ευθυγράμμιση του εθνισμού μιας μειονότητας με την εθνική ταυτότητα της μητέρας πατρίδας θεωρείται ως απειλή από το κράτος ιθαγένειας της μειονότητας. Στην προσπάθεια να αποφευχθεί η ανάπτυξη εθνικής ετερότητας σε Ελλάδα και Τουρκία το δίκαιο πολλές φορές χρησιμοποιήθηκε εργαλειακά για την άσκηση καταπιεστικών πολιτικών με το ένδυμα της προστασίας των μειονοτήτων και μάλιστα σε εφαρμογή της αρχής της αμοιβαιότητας, μέσα από μια διπλή λειτουργία: την αμοιβαία εφαρμογή του δικαιώματος παρέμβασης υπέρ της μειονότητας (droit de regard) και δικαίωμα εφαρμογής αντιμέτρων από το κράτος ιθαγένειας. Αν το πρώτο οιονεί δικαίωμα υπόκειται σε πλήθος περιορισμών το δεύτερο αποτελεί ευθεία παραβίαση του διεθνούς δικαίου, καθώς ρητά αποκλείεται η αρχή της αμοιβαιότητας σε ζητήματα προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου (άρ. 60 Συνθήκης της Βιένης, περί του δικαίου των συνθηκών). Εξάλλου η αρχή της αμοιβαιότητα κατά το διεθνές δίκαιο εφαρμόζεται σε αλλοδαπούς και όχι σε πολίτες του κράτους.
Η αμοιβαιότητα συνιστά έναν μηχανισμό συμπεριφοράς, που ανταποκρίνεται σε μία ψυχολογικού τύπου αντίδραση, δηλαδή, “κάνε και εσύ ό,τι σου έκανε και ο αντίπαλός σου”, ως μια μορφή εκδίκησης. Η αντίδραση είναι χαοτικού τύπου ως προς την τυπολογία της και τις επί μέρους εκφάνσεις της. Αν και νομικά παράνομη, διατηρείται ακόμη σε νομικά κείμενα ως ένδειξη των αντιστάσεων που προτάσσουν ιδεολογικές εμμονές. Η ιστορία των διακρίσεων κατά των μειονοτήτων εντάσσει την αρχή της αμοιβαιότητας σε μία πολυπλοκότητα καταστάσεων, οι οποίες δεν υπόκεινται σε καθαρού τύπου πολιτικές ή νομικές αναλύσεις. Έτσι, τα γενικότερα πολιτικά συμφραζόμενα καθιστούν σημαντικό διακύβευμα αυτό που είναι νομικά κενό περιεχομένου, καθώς ιδολογικοποιούν στάσεις με βάσει το «γένος» και την «εθνική συγγένεια» ως αξιακά ανώτερες κατηγορίες αλληλεγγύης από ό,τι οι δεσμοί της ιθαγένειας.
Τα μέτρα και αντίμετρα που αντιμετώπισαν οι δύο μειονότητες σε Ελλάδα και Τουρκία δείχνουν να ακολουθούν ένα χαοτικό σχήμα πολιτικής συμπεριφοράς και υιοθέτησης νομικών κανόνων. Εκτός από ορισμένα μέτρα τα οποία ελήφθησαν ως άμεσα ανταπόδοση παρόμοιων μέτρων της άλλης πλευράς, παρατηρείται μια περιπλοκότητα, ως προς την ποιότητα και ποσότητα των διαφόρων μέτρων τα οποία αποσκοπούσαν στην ικανοποίηση πολιτικών στόχων, σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο, ακόμα και η λήψη προληπτικών μέτρων κατά εκείνων τα οποία το άλλο μέρος θα μπορούσε να λάβει. Μέτρα τα οποία δεν αφορούσαν τις μειονότητες, αλλά προκάλεσαν την εφαρμογή της αμοιβαιότητας, μέτρα τα οποία ανακοινώθηκαν, αλλά δεν εφαρμόστηκαν, μέτρα άμεσης αμοιβαιότητας, κλπ. Όλες αυτές οι κατηγορίες συμπεριφοράς, εντάσσονται στο σύνδρομο της αμοιβαιότητας, το οποίο χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο άσκησης καταπιεστικών πολιτικών όχι αυστηρά στο πλαίσιο μειονοτικών πολιτικών, αλλά των ευρύτερων διμερών συγκρουσιακών ελληνοτουρκικών σχέσεων. Η ανακήρυξη από την ελληνική πλευρά του δόγματος της ένωσης για την Κύπρο από τα μέσα του 1950 και το πογκρόμ κατά των Ρωμιών της Κωνσταντινούπολης το 1955, η καταγγελία της ιδρυτικής συνθήκης της Κύπρου από τον Μακάριο, και τα αιματηρά γεγονότα του 1964 και 1968 στην Κύπρο, η απέλαση των Ελλήνων πολιτών το 1964, η τουρκική εισβολή του 1974 αποτελούν τα γεγονότα σταθμούς που καθόρισαν την πολιτική της αμοιβαιότητας (ενίοτε ως αντίποινα) με άμεσο αποδέκτη τη μειονότητα της Θράκης. Το κλείσιμο των σχολείων της Ίμβρου και Τενέδου το 1964, της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης το 1971, το κλείσιμο των σχολείων των μουσουλμάνων της Ρόδου και Κω το 1971 αποτελούν επί μέρους κρίκους στην αλυσίδα της αμοιβαιότητας.
Εξάλλου, η επιμέλεια για την εφαρμογή της αμοιβαιότητας από την πλευρά των κρατών κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, αλλά και εν μέρει μέχρι τις μέρες μας, υπήρξε ο εύκολος δρόμος να αποφευχθεί η απάντηση στο ερώτημα ως προς το πώς θα προστατευτεί αποτελεσματικά η μειονοτική ετερότητα με την διασφάλιση των όρων κοινωνικής ανσωμάτωσης. Δηλαδή, στο ερώτημα σχετικά με τον τρόπο που θα περιοριστεί η έκφραση εκείνων των μορφών εθνικισμού οι οποίες και στις δύο πλευρές οικοδομούν ανταγωνισμούς και αμοιβαία αποκλειόμενη αντιθετική σχέση.
Η πεποίθηση ότι η αμοιβαιότητα είναι χρήσιμη και ότι πρέπει να εφαρμόζεται είναι σε υποχώρηση στην ελληνική επίσημη ρητορική σχετικά με τις μειονότητες, αλλά και νομικών κειμένων: πρόσφατα η εισαγωγική έκθεση του νόμου σχετικά με την φοροαπαλλαγές των βακουφίων (ν. 3536/2007) αποκήρυξε ρητά την αμοιβαιότητα ως «μη συνάδουσα με τις ευρωπαϊκές αντιλήψεις». Κρατικοί αξιωματούχοι αναφέρονται σε αυτή όλο και λιγότερο. Ωστόσο, το επιχείρημα υπέρ της αριθμητικής ισορροπίας το οποίο αποτελεί το πρώτο βήμα για την πολιτικού τύπου αμοιβαιότητα είναι διαδεδομένο σε πολλά επίπεδα, ως απόδειξη των σκληρών πολιτικών που άσκησαν οι τουρκικές κυβερνήσεις που ώθησαν σε πληθυσμιακό μαρασμό τους Ρωμιούς της Τουρκίας. Αντίθετα το δόγμα της αμοιβαιότητας, είναι ακόμη ορατό σε θεσμικό επίπεδο στην Τουρκία, και κυρίως σε πολιτικό καθώς συχνά από επίσημα χείλη γίνεται αναφορά σε αυτό. Σχετικά με το ενδεχόμενο της επαναλειτουργίας της σχολής της Χάλκης, ανώτερος αξιωματούχος δήλωσε το 2004: “Η σχολή θα δέχεται σπουδαστές από την Ελλάδα και άλλες χώρες. Η εισροή του αριθμοί σπουδαστών πρέπει να είναι αμοιβαία με τις χώρες προέλευσης. Κατά την επαναλειτουργία της σχολής πρέπει να εφαρμοστεί η αμοιβαιότητα ειδικά με την Ελλάδα”[2]. Με την ίδια αφορμή αναφέρθηκε ότι σε περίπτωση που ανοίξει η Χάλκη τότε μέσω της αμοιβαιότητας θα πρέπει να αυξηθεί ο αριθμός των μετακλητών από Τουρκία καθηγητών του μειονοτικού Γυμνασίου-Λύκειο Κομοτηνής[3]. Παρόμοιες υπήρξαν και οι αντιδράσεις κατά τη συζήτηση στην Τουρκική Εθνοσυνέλευση του νομοσχεδίου για την διεύρυνση των μειονοτικών ρωμαίικων σχολείων και σε έλληνες πολίτες, το οποίο τελικά δεν πέρασε. Τέλος, την αρχή της αμοιβαιότητητας επικαλέστηκε ο Τούρκος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος άσκησε βέτο στο νομοσχέδιο για τα βακούφια (29.11.2006).
Η αντίληψη ότι η αμοιβαιότητα αποτελεί κύριο οδηγό για την κρατική πολιτική αναφορικά με τις μειονότητες αδειάζει αυτόματα το περιεχόμενο του νομικού και πολιτικού δεσμού που αποτελεί η ιδιότητα του πολίτη και θέτει τον μειονοτικό πληθυσμό σε καθεστώς εξάρτησης, αν όχι ομηρίας, το οποίο αντίκειται σε θεμελιώδη δικαιώματα του ανθρώπου και σε καταστατικές αρχές του κράτους δικαίου.
Αξίζει να αναφερθεί μια παρατήρηση σχετικά με τη στάση των ίδιων των μειονοτήτων σχετικά με την αρχή της αμοιβαιότητας. Συχνά επαναπαύονται στην ιδέα ότι η αμοιβαιότητα μπορεί να είναι χρήσιμη ακόμα και αναγκαία για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων τους, όπως αυτά κατοχυρώνονται από την Λοζάνη (βλ. Συνέδριο της μειονότητας για την εκπαίδευση, Κομοτηνή 25-26.11.2005, ή Συνέδριο των Τούρκων Δυτικής Θράκης, 16-17 Ιουλίου 2006 Κωνσταντινούπολη, όπου και σχετικός λόγος του πρωθυπουργού Τ. Εντογάν). Μόνο σπάνια έγιναν διακηρυκτικές καταγγελίες από φορείς ή σημαίνουσες προσωπικότητες της μειονότητας κατά της αμοιβαιότητας, όπως στο Συνέδριο που διοργάνωσε το ΚΕΜΟ για την εκπαίδευση των δύο μειονοτήτων (Κομοτηνή 4.12.2004), ή στο 1ο συνέδριο των Ρωμιών (Κωνσταντινούπολη, 31.6.-2.7.2006).
Η αποτυχία της τήρησης της Συνθήκης, ακόμα και όταν απαιτήθηκε διμερής συνεργασία σε τεχνικό επίπεδο, ασφαλώς οφείλεται στην άσκηση πολιτικών πιέσεων. Η ευρωπαϊκή διαδρομή της Ελλάδας, και η ενδεχόμενη ανάλογη προοπτική της Τουρκίας, μπορούν να αποδεσμεύσουν τη θέση των μειονοτήτων από την κακώς εννοούμενη αμοιβαιότητα, να την αποκόψουν από το διμερές δικαιώματα παρέμβασης και να το εντάξουν σε ένα πολυμερές σύστημα ελέγχου ουσιαστικής προστασίας των μειονοτήτων. Η προοπτική αυτή θα αποδέσμευε τους Τούρκους-μουσουλμάνους της Θράκης, και τους Ρωμιούς της Πόλης και των νησιών, από το βάρος της αρνητικής αμοιβαιότητας, από την οποία υπέφεραν επί μακρόν, και να την απονομιμοποιήσουν ουσιαστικά. Το ζήτημα των περιορισμών που επιβάλλονται στα δικαιώματα των μειονοτήτων στο όνομα της αμοιβαιότητας μεταξύ ελληνικών και τουρκικών κυβερνήσεων δεν μπορεί να λυθεί εάν και οι δύο εθνικές ιδεολογίες –οι οποίες διατηρούν στενές ερμηνείες σχετικά με την έννοια του εθνικού συμφέροντος- βρουν τον δρόμο και τον τρόπο να καταστούν αμοιβαία συμβατές ή έστω αδιάφορες. Μέχρι τότε θα παρακολουθήσουμε περισσότερα επεισόδια στο σήριαλ της αμοιβαιότητας.
[1] Ελευθεροτυπία, 5.12.2007.
[1] Συμβούλιο υπουργών, 1988, εγκύκλιος για την “Προστασία κατά του σαμποτάζ”.
[2] Hilal Köylü, Radikal, 1.11.2004.
[3] Hilal Köylü, Radikal, 4.6.2005.
0 yorum:
Yorum Gönder